Η ιστορική νίκη του αριστερού-εθνικιστικού Σιν Φέιν στις εκλογές για το Κοινοβούλιο της Βόρειας Ιρλανδίας, ενός θεσμού που καθιερώθηκε με την ειρηνευτική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, απειλεί να τινάξει στον αέρα τις εύθραυστες σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου-Ε.Ε., επαναφέροντας επιπλέον επί τάπητος το ζήτημα της επανένωσης της Ιρλανδίας. Κάτι που μπορεί να σημαίνει την απαρχή του διαμελισμού της Βρετανίας, καθώς οι Σκωτσέζοι εθνικιστές περιμένουν με το όπλο παρά πόδα, έτοιμοι για νέο δημοψήφισμα.
Κοινωνική ατζέντα
Μπορεί κάτι τέτοιο να μη γίνει στην Ιρλανδία στα επόμενα 1-2 χρόνια, καθώς οι συνθήκες διαφέρουν από τις αντίστοιχες της Γερμανίας το 1990, ενώ το Σιν Φέιν εξελέγη όχι με εθνικιστική, αλλά με κοινωνική ατζέντα κατά της ακρίβειας και της λιτότητας. Ωστόσο, τα πράγματα ωριμάζουν διαρκώς, δεδομένου ότι στην τελευταία απογραφή του καλοκαιριού ο πληθυσμός των καθολικών εθνικιστών στη Β. Ιρλανδία ξεπέρασε για πρώτη φορά τον αντίστοιχο των φιλοβρετανών, προτεσταντών ενωτικών του Ολστερ. Η κυριαρχία, άλλωστε, του φιλοβρετανικού πληθυσμού στη Β. Ιρλανδία ήταν ο λόγος που το κομμάτι αυτό του νησιού έμεινε έξω από το νεοσύστατο ιρλανδικό κράτος το 1921 και συνέχισε να αποτελεί επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και διαρκή εστία ταραχών ανάμεσα στον IRA και τις φιλοβρετανικές εξτρεμιστικές ομάδες.
Η συμφωνία του 1998 προνοεί έως και για διενέργεια αποσχιστικού δημοψηφίσματος με στόχο την ένωση της Β. Ιρλανδίας με τον εθνικό κορμό. Ωστόσο, η τελική απόφαση ανήκει αποκλειστικά στον Βρετανό υπουργό που είναι αρμόδιος για τη Β. Ιρλανδία και όχι στα ντόπια πολιτικά κόμματα, τα οποία βάσει της ειρηνευτικής συμφωνίας είναι υποχρεωμένα να συγκυβερνούν. Απαραίτητος όρος, άλλωστε, για να στέρξει η Βρετανία σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα είναι η κοινή γνώμη στη Β. Ιρλανδία να τάσσεται «καταφανώς» υπέρ της ένωσης, κάτι που δεν φαίνεται στις έως τώρα δημοσκοπήσεις. Δεδομένου όμως ότι αυτό μπορεί να αλλάξει σύντομα, το Λονδίνο αποφάσισε να πάρει τα μέτρα του, προαναγγέλλοντας ρήξη με την Ε.Ε.
Ο κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης, Μάικλ Γκόουβ, όπως και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Τζόνσον, ξεκαθάρισε ότι η επιλογή της ρήξης με το ευρωβρετανικό Πρωτόκολλο της Β. Ιρλανδίας βρίσκεται για τα καλά στο τραπέζι. Παράλληλα, σύμφωνα με δημοσίευμα των «Times», η γενική εισαγγελέας Αγγλίας και Ουαλίας, Σουέλα Μπρέιβμαν, γνωμοδότησε ότι η Βρετανία μπορεί νόμιμα να παραβιάσει διατάξεις του βορειοϊρλανδικού κεφαλαίου του Brexit, επειδή τα μέτρα που επέβαλε η Ε.Ε. είναι «δυσανάλογα και παράλογα επαχθή» για το Λονδίνο. Πολιτικοποιώντας την κρίση, η Βρετανή αξιωματούχος υποστήριξε ότι η συμπεριφορά των Βρυξελλών υπονομεύει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, δημιουργώντας εμπορικά τείχη στην Ιρλανδική Θάλασσα και υποδαυλίζοντας νέες πολιτικές ταραχές στη Β. Ιρλανδία!
«Αγκάθι»
Το Ιρλανδικό αποτελούσε εξαρχής το μεγαλύτερο «αγκάθι» του Brexit, καθώς οι Βρετανοί υποστηρίζουν ότι το μεταβατικό Πρωτόκολλο συνδέει τη Β. Ιρλανδία περισσότερο με την Ιρλανδική Δημοκρατία και την Ε.Ε., παρά με το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο ανήκει. Το κακό είναι ότι για εσωτερικούς λόγους, που σχετίζονται με τα σκάνδαλα του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον για τα κορονοπάρτι και τις πρόσφατες ήττες των Συντηρητικών στις τοπικές εκλογές, η βρετανική κυβέρνηση έλυσε το ζωνάρι για καβγά, απορρίπτοντας, την Τετάρτη, την πρόταση διαλόγου της Ε.Ε. Ωστόσο, ο εμπορικός κόσμος της Βρετανίας προειδοποίησε ότι αυτήν τη στιγμή μια ρήξη με τις Βρυξέλλες -η οποία θα συνοδευτεί αναπόφευκτα από ευρωπαϊκές κυρώσεις- θα ήταν δυνατόν να απειλήσει ακόμη και την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας, που εξακολουθεί να εισάγει το 80% των τροφίμων της από την Ε.Ε.
Στο μεταξύ, στη Β. Ιρλανδία σοβεί πολιτική κρίση, καθώς το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) των προτεσταντών αρνείται να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση υπό το Σιν Φέιν, παρά τις πιέσεις του Λονδίνου, του Δουβλίνου, ακόμη και της Ουάσιγκτον (!). Αντιθέτως, πιέζει την κυβέρνηση Τζόνσον να «σκίσει» το Πρωτόκολλο του Brexit, προκειμένου η Βόρεια Ιρλανδία να μην αποκοπεί από το Ηνωμένο Βασίλειο και να μη μετατραπούν οι ίδιοι σε βάθος χρόνου σε εθνοθρησκευτική μειονότητα, στο βορειοανατολικό άκρο μιας ενωμένης Ιρλανδίας. Οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της αρχηγού του Σιν Φέιν, Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, δεν διασκέδασαν τους φόβους τους, καθώς η υποψήφια πρωθυπουργός του εθνικιστικού κόμματος, Μισέλ Ο’ Νιλ, υπαινίχθηκε σαφώς ότι πρέπει να αρχίσει διάλογος για το μέλλον της επαρχίας.