Εμφανίστηκε σε φωτογραφίες και βίντεο να επικοινωνεί με τοπικούς παράγοντες, στρατιωτικούς καθώς και με κάποιες οικογένειες, ενώ επισκέφθηκε την περιοχή του λιμανιού ως και του κατεστραμμένου από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς θεάτρου της ιστορικής πόλης.
Επίσης, μετέβη στο στρατηγείο της νότιας διοίκησης του στρατού στην περιοχή Ροστόφ-ον-Ντον, συνοδευόμενος από τον αρχηγό των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Βαλέρι Γκεράσιμοφ (ο οποίος εδώ και δύο μήνες είναι επικεφαλής και των επιχειρήσεων στην Ουκρανία).
Η εξαναγκαστική απέλαση πληθυσμών αναγνωρίζεται ως έγκλημα βάσει του καταστατικού της Ρώμης που ίδρυσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ). Η Ρωσία υπέγραψε το καταστατικό της Ρώμης, αλλά αποσύρθηκε το 2016, λέγοντας ότι δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αν και η ίδια η Ουκρανία δεν έχει υπογράψει το καταστατικό, παραχώρησε τη δικαιοδοσία στο ΔΠΔ για τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν και διαπράττονται στο έδαφός της. Τέσσερις επισκέψεις του γενικού εισαγγελέα του ΔΠΔ, Καρίμ Χαν, τον περασμένο χρόνο οδήγησαν στην απόφαση ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι ο Πούτιν φέρει ατομική ποινική ευθύνη για τις απαγωγές παιδιών».
Το ΔΠΔ των 123 κρατών-μελών δεν διαθέτει επίσης δική του αστυνομική δύναμη για να εκτελεί εντάλματα, αντίθετα χρειάζεται τα κράτη-μέλη να κάνουν τη δουλειά της κράτησης υπόπτων στη Χάγη για δίκη. Ενώ το ένταλμα είναι πιθανό να μειώσει το ανάστημα του Πούτιν στους διεθνείς κύκλους, δεν είναι σαφές πώς θα εκτελεστεί, καθώς θα μπορούσε να εκτελεστεί μόνο αν ταξιδεύει σε χώρα-μέλος του ΔΠΔ, κάτι που είναι απίθανο να κάνει. «Αυτή είναι μια σημαντική στιγμή στη διαδικασία της δικαιοσύνης ενώπιον του ΔΠΔ… Καθώς οι δικαστές εξέδωσαν εντάλματα σύλληψης, η εκτέλεση εξαρτάται από τη διεθνή συνεργασία», δήλωσε ο πρόεδρος του ΔΠΔ, δικαστής Πιοτρ Χοφμάνσκι.
Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα;
Επειδή η Ρωσία δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο και δεν εκδίδει τους πολίτες της, είναι απίθανο ο Πούτιν ή η Λβόβα-Μπέλοβα να παραδοθούν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αλλά η έκδοση του εντάλματος παραμένει εξαιρετικά σημαντική για διάφορους λόγους. Στέλνει ένα μήνυμα σε ανώτερους Ρώσους αξιωματούχους -στρατιωτικούς και πολιτικούς- που είναι ευάλωτοι στη δίωξη είτε τώρα είτε στο μέλλον και περιορίζει περαιτέρω τη δυνατότητά τους να ταξιδεύουν διεθνώς, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τους σε διεθνή φόρουμ.
Ποιο είναι λοιπόν το νόημα του εντάλματος σύλληψης;
Ενώ ο Πούτιν φαίνεται αυτή τη στιγμή ασφαλής στην εξουσία του και από τυχόν έκδοση, ένας μελλοντικός ηγέτης του Κρεμλίνου μπορεί να αποφασίσει ότι είναι πιο πολιτικό να τον στείλει στη Χάγη παρά να τον προστατεύσει. Ενα καλό παράδειγμα ήταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρώην πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος κατηγορήθηκε για μια σειρά εγκλημάτων πολέμου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία εν μέσω του πολέμου στο Κόσοβο το 1999.
Το 2001, εν μέσω διαμάχης μεταξύ βασικών αντιπάλων στη Σερβία μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς από την εξουσία, ο τότε πρωθυπουργός, Ζόραν Τζίντζιτς, αγνόησε μια δικαστική απόφαση που απαγόρευε την έκδοση και διέταξε τη μεταφορά του Μιλόσεβιτς στη Χάγη, λέγοντας: «Οποιαδήποτε άλλη λύση εκτός από τη συνεργασία [με τη Χάγη] θα οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή». Η σύλληψη του Μιλόσεβιτς -πριν από τη μεταφορά του- άσκησε πίεση στην τότε γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να συλλάβει τον πρώην πρόεδρο, διαφορετικά κινδυνεύει να χάσει σημαντική οικονομική βοήθεια και δάνεια των ΗΠΑ από τη Διεθνή Τράπεζα.
Ο ανώτατος δικαστής πρόσθεσε ότι ο εισαγγελέας θα μπορούσε να σχηματίσει υποθέσεις για νέες κατηγορίες εναντίον του Πούτιν, διευρύνοντας έτσι τα εντάλματα σύλληψης.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιέγραψε την απόφαση να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για τον Πούτιν ως «πρόκληση αφύπνισης σε άλλους που διαπράττουν καταχρήσεις ή τις συγκαλύπτουν». Με άλλα λόγια, «με αυτά τα εντάλματα σύλληψης, το ΔΠΔ κατέστησε τον Πούτιν καταζητούμενο και έκανε το πρώτο του βήμα για να τερματίσει την ατιμωρησία του, ενώ ενθάρρυνε τους δράστες στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας για πάρα πολύ καιρό να διαπράττουν αφειδώς εγκλήματα πολέμου».