«Ο φόβος δεν οδηγεί πουθενά»
Στα 77 της, η Χανάα Έντουαρντ, φεμινίστρια και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι το σύμβολο δεκαετιών αγώνα για τη δημοκρατία σε μια χώρα, στην οποία η αμερικανική εισβολή του 2003 κατά του Σαντάμ Χουσέιν άνοιξε μια από τις πιο αιματηρές σελίδες της ιρακινής Ιστορίας.
Χριστιανή και πρώην μαχητική κομμουνίστρια, ο αγώνας της κατά του καθεστώτος του Σαντάμ θα γίνει συνώνυμος της εξορίας: Ανατολικό Βερολίνο, Δαμασκός, μετά τα βουνά του αυτόνομου Ιρακινού Κουρδιστάν, στο βόρειο Ιράκ.
Η επιστροφή της στη Βαγδάτη, μετά την αμερικανική εισβολή κατά του Σαντάμ τον Μάρτιο του 2003, ήταν ένα «όνειρο». Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, βλέποντας τα αμερικανικά τεθωρακισμένα στους δρόμους, τις κακουχίες έπειτα από μια δεκαετία σκληρού δυτικού εμπάργκο.
Σε μια χώρα που πλήττεται από πόλεμο μεταξύ πιστών διαφορετικών δογμάτων, όπου μαχητές και αξιωματούχοι εξακολουθούν και σήμερα να πέφτουν θύματα απαγωγών και δολοφονιών, θα συνεχίσει τη δράση της μη κυβερνητικής της οργάνωσης Αλ-Αμάλ, που ιδρύθηκε τα χρόνια του 1990 για «την οικοδόμηση μιας ανεξάρτητης κοινωνίας των πολιτών και την δημιουργία ενός δημοκρατικού Ιράκ, το οποίο πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ανάμεσα στις νίκες της βρίσκεται η υιοθέτηση ποσόστωσης για τις γυναίκες στους κόλπους του κοινοβουλίου. «Ιστορική στιγμή», θυμάται η ηλικιωμένη πλέον κυρία.
Σε βίντεο του 2011, φαίνεται όρθια μπροστά στον πρωθυπουργό Νούρι αλ Μάλικι να τα βάζει μαζί του ζητώντας την απελευθέρωση τεσσάρων διαδηλωτών. Ένας άνδρας που κάθεται δίπλα του προσπαθεί να την ηρεμήσει: είναι ο νυν πρωθυπουργός Μοχάμεντ Σία αλ Σουντάνι.
«Ο φόβος δεν οδηγεί πουθενά», λέει. Και σήμερα «υπάρχει πληθώρα προκλήσεων», αναγνωρίζει, κατηγορώντας «τα παραδοσιακά κόμματα που αγωνίζονται για να παραμείνουν στην εξουσία».
Χαιρετίζει τις διαδηλώσεις κατά της εξουσίας το 2019, αλλά δεν έχει αυταπάτες: «Δεν υπάρχει δημοκρατία στο Ιράκ», λέει.
https://www.youtube.com/watch?v=CowOdkKNb0A
Mπλέικ Λάιβλι: Μηνύει συμπρωταγωνιστή της - Τον κατηγορεί για σεξουαλική παρενόχληση
«Μάρτυρες θυσίασαν τη ζωή τους»
Ο Ζουλφοκάρ Χάσαν, 22 ετών σήμερα, θυμάται το 2007 όταν η έγκυος μητέρα του τον ξύπνησε μέσα στη νύχτα για να κρυφτούν στο μπάνιο, φοβούμενη αμερικανική επιδρομή που θα είχε στόχο σιίτες μαχητές στην συνοικία τους στη Βαγδάτη.
«Τα σπίτια γύρω μας έπεφταν», διηγείται σήμερα ο φοιτητής καλλιγραφίας αναφερόμενος στα πυρά στις 6 Σεπτεμβρίου του 2007 από αμερικανικά ελικόπτερα και άρματα μάχης, από τα οποία σκοτώθηκαν 14 άμαχοι στην Αλ Ουασάς.
Την επόμενη ημέρα, ο Ζουλφοκάρ, 7 ετών τότε, ανέβηκε στην ταράτσα όπου συνήθιζε να κοιμάται η οικογένειά του για να αποφύγει την καλοκαιρινή ζέστη: «Θραύσματα από οβίδες είχαν κάψει τα στρώματά μας», θυμάται.
Την οικογενειακή αυτή ιστορία, την διηγείται αποστασιοποιημένα, καθώς πρόκειται για μια συνηθισμένη εμπειρία για μια ολόκληρη γενιά η οποία μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο, με πτώματα να κείτονται στον δρόμο για το σχολείο, με εκρήξεις αυτοκινήτων παγιδευμένων με εκρηκτικά.
«Όλα τα παιδικά μας χρόνια ήμασταν τρομοκρατημένοι», λέει και συνοψίζει: «Φοβόμασταν να πάμε στην τουαλέτα το βράδυ, κανένας δεν κατάφερνε να κοιμηθεί μόνος του σε ένα δωμάτιο».
Θυμάται ακόμη ότι από το 2006 ένας από τους θείους του αγνοείται. Είχε πάει με το αυτοκίνητο να πάρει κάτι να φάει.
Ο Ζουλφοκάρ μετείχε το 2019 στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την ενδημική διαφθορά, για την κατάρρευση των υποδομών, για την ανεργία των νέων, οι οποίες είχαν κατασταλεί μέσα στο αίμα.
«Σταμάτησα. Έχασα κάθε ελπίδα, έβλεπα νέους σαν εμένα να πεθαίνουν και εμείς να είμαστε ανίσχυροι», θυμάται. «Μάρτυρες θυσίασαν τη ζωή τους χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς καμία αλλαγή».
Ωστόσο δεν σχεδιάζει προς το παρόν να φύγει από το Ιράκ. Γιατί διαφορετικά, «ποιος θα απέμενε;»
«Οδυνηρό χάος»
Αφού στερήθηκε την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ τα χρόνια του 1980, η 53χρονη σήμερα Σουάντ αλ Ζαουχάρι ξεκίνησε στη Βαγδάτη ερασιτεχνική ποδηλατική ομάδα γυναικών και παίδων.
«Ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια μέσα στους πολέμους, δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε από αυτά, στερηθήκαμε πολλά πράγματα», λέει αυτή η μητέρα τριών παιδιών.
Η κουρδικής καταγωγής και σιιτικού θρησκεύματος Σουάντ θυμάται τους εκτοπισμούς φίλων και γειτόνων στο απόγειο της καταστολής των αντιπολιτευόμενων στο καθεστώς. Ή ακόμη τα ξαδέλφια της που φυλακίστηκαν και τη θεία της που πέθανε από την θλίψη.
Την πτώση του Σαντάμ, την έζησε από το Ιράν, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά της. Το 2009 επέστρεψε στο Ιράκ και αποφάσισε ότι θα παραμείνει «υπό οποιεσδήποτε συνθήκες». Κι αυτό γιατί «η μόνιμη εξορία είναι οδυνηρή», όπως λέει.
Το 2017 ανέβηκε στο ποδήλατο δημοσίως. «Φοβόμουν πώς θα μ’ έβλεπε η κοινωνία», διηγείται. Αλλά καθώς αισθανόταν ασφάλεια, ίδρυσε την ποδηλατική της ομάδα.
«Οι ζωές μας σημαδεύτηκαν από 20 χρόνια οδυνηρού χάους, τίποτα δεν μπορεί να μας αποζημιώσει γι’αυτό», συνεχίζει. «Όμως ό,τι και να έρθει, δεν μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό που ζήσαμε».
«Κόκκινες γραμμές»
Το 2003 ο Άλαν Ζανγκάνα ήταν 12 ετών. «Μείναμε ξύπνιοι ως την αυγή για να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα» στην τηλεόραση από την Σουλεϊμανίγια, μεγάλη πόλη του Ιρακινού Κουρδιστάν, διηγείται ο ιδιωτικός αυτός υπάλληλος.
Πότε έπεσε το καθεστώς; «Όταν έπεσε το άγαλμα στις 9 Απριλίου του 2003, όπως πιστέψαμε τότε», λέει ο 32χρονος σήμερα Κούρδος, αναφερόμενος στις εικόνες που χαράχτηκαν στη μνήμη και δείχνουν το αγάλμα του δικτάτορα να γκρεμίζεται από Αμερικανούς στρατιώτες στη Βαγδάτη.
Ο Άλαν, παιδί δημοσίων υπαλλήλων μεγάλωσε στην επαρχία Ουασίτ, στο ανατολικό Ιράκ, προτού η οικογένειά του μετακομίσει το 2000 στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Πράγμα σπάνιο ανάμεσα στις νέες γενιές Κούρδων, εκείνος μιλά αραβικά.
Για τρία χρόνια είναι παραγωγός ενός podcast για να δώσει φωνή σε μια «ιρακινή ελίτ».
«Η ιρακινή ελίτ έχει κλειστεί στον εαυτό της, έχοντας φοβηθεί από τα γεγονότα των τελευταίων 20 ετών», λέει. «Υπάρχουν αυτοί που έχουν δει τους φίλους τους να πεθαίνουν, αυτοί που έχουν απειληθεί».
Οι προσκεκλημένοι του συζητούν για την πολιτική, τον πολιτισμό, την οικονομία. Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι μακρύς, αναγνωρίζει. «Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές κόκκινες γραμμές και αυτό δεν είναι υγιές».