Οι πρωτεύουσες της Ε.Ε. κατέληξαν σε συμβιβασμό για μια μεταρρύθμιση που είχε αρχικά προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσει στις υπερχρεωμένες χώρες περισσότερο χρόνο και ευελιξία στον καθορισμό προσαρμοσμένων σχεδίων μείωσης του χρέους, με την τελική συμφωνία να προσθέτει ένα αυστηρότερο καθεστώς για να διασφαλίσει τη μείωση του κοινού χρέους.
Αναφορικά με τη συμφωνία, τα κράτη-μέλη με αναλογία ελλείμματος προς ΑΕΠ που υπερβαίνει το 3% και χρέους προς ΑΕΠ που υπερβαίνει το 60% θα μπορούν να ορίσουν τις δικές τους διαδρομές δημοσιονομικής προσαρμογής (που θα χρειαστούν έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), εφόσον διασφαλίσουν ότι το δημόσιο χρέος τους θα μειωθεί σε διάστημα τεσσάρων ετών (επτά, εάν εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ή επενδύσουν σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως η απαλλαγή από τις εκπομπές αερίου ή η άμυνα).
Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να εφαρμόσουν ετήσιους στόχους μείωσης ελλείμματος και χρέους. Οι χώρες που αποτυγχάνουν να συμμορφωθούν με αυτούς τους στόχους θα πέσουν σε μια λεγόμενη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία θα απαιτούσε από αυτές να μειώσουν τις ετήσιες δαπάνες κατά 0,5% του ΑΕΠ ή να κινδυνεύσουν να υποστούν οικονομικές κυρώσεις.
Η μεταρρύθμιση έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία σε ολόκληρο το μπλοκ, αλλά με μια πιο ευέλικτη προσέγγιση, αφού οι συνεχόμενες κρίσεις ανάγκασαν τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν δραματικά τις δαπάνες τους τα τελευταία χρόνια. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρόκειται να τεθούν και πάλι σε ισχύ το 2024 έπειτα από τετραετή αναστολή. Οι κανόνες ανεστάλησαν για πρώτη φορά το 2020 για να επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την πανδημία Covid-19. Η αναστολή παρατάθηκε στη συνέχεια το 2022 για να βοηθήσει τις χώρες να αντέξουν τις οικονομικές επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε υποσχεθεί τη μεταρρύθμιση του τρέχοντος πλαισίου, το οποίο δεν θεωρείται πλέον κατάλληλο για τον σκοπό τόσο της νέας πραγματικότητας υψηλού χρέους που έχει εμφανιστεί στην Ευρώπη μετά την πανδημία όσο και της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης που σχετίζεται με την Ουκρανία. Αλλά και των μελλοντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει το μπλοκ -όπως οι σχετιζόμενες με την κλιματική αλλαγή και το εξελισσόμενο γεωπολιτικό τοπίο- που θα απαιτήσουν υψηλότερα επίπεδα δημόσιων επενδύσεων από τα κράτη-μέλη. Αυτό άνοιξε τη συζήτηση μεταξύ των πιο δημοσιονομικά συντηρητικών χωρών του μπλοκ και εκείνων που τείνουν να διατηρούν υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, με το πρώτο στρατόπεδο (με επικεφαλής τη Γερμανία) να πιέζει για επιστροφή αυστηρών εγγυήσεων που διασφαλίζουν τη μείωση του χρέους και το δεύτερο (με επικεφαλής τη Γαλλία και την Ιταλία) αναζητώντας ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο που θα επιτρέψει μεγαλύτερες δαπάνες για βασικούς κοινούς στόχους της Ε.Ε., όπως ο επανεξοπλισμός και η πράσινη μετάβαση.
Παρά την αυξημένη ευελιξία, η επανεισαγωγή αριθμητικών κριτηρίων αναφοράς για τη μείωση του χρέους στο πλαίσιο υψηλότερων επιπέδων χρέους και υψηλότερου κόστους δανεισμού θα περιορίσει τη δυνατότητα δαπανών των υπερχρεωμένων χωρών. Ενώ απομακρύνεται από την τρέχουσα προσέγγιση που είναι ίδια για όλους αναφορικά με τους κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο διατηρεί τις βασικές απαιτήσεις για τις χώρες με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους να εφαρμόζουν ετήσιους στόχους μείωσης ελλείμματος και χρέους σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί αυξημένη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε ολόκληρο το μπλοκ, όπως ζητούν τα δημοσιονομικά συντηρητικά κράτη-μέλη.
Οι αναθεωρημένοι κανόνες, ωστόσο, επιτρέπουν επίσης στις υπερχρεωμένες χώρες να θέτουν τους δικούς τους στόχους προς μια σταδιακή δημοσιονομική εξυγίανση που λαμβάνει υπ’ όψιν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τις μακροοικονομικές συνθήκες και τις επενδυτικές ανάγκες. Ωστόσο, παρά αυτήν την αυξημένη ευελιξία, η δημοσιονομική προσαρμογή που θα πρέπει να αναλάβουν οι χώρες για να θέσουν το χρέος τους σε πτωτική πορεία εξακολουθεί να έρχεται σε μια εποχή που αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα χρέους και κόστος δανεισμού σε σύγκριση με την πρώτη αναστολή των κανόνων το 2020. Σε αυτό το περιβάλλον, οι δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η απαλλαγή από τις εκπομπές αερίων, η άμυνα, η ψηφιοποίηση, οι αλυσίδες εφοδιασμού και η πράσινη και τεχνολογική βιομηχανική παραγωγή θα είναι πιο δύσκολο να επιδιωχθούν για χώρες που θα πέσουν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Ο μειωμένος δημοσιονομικός χώρος για δημόσιες επενδύσεις σε βασικούς τομείς μπορεί να αναζωπυρώσει τις διαφορές Βορρά-Νότου στην Ευρωπαϊκή Ενωση με την πάροδο του χρόνου και να αυξήσει τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση ή αυξημένη κοινή χρηματοδότηση. Οι δαπάνες για την άμυνα (η οποία βασίζεται εξ ολοκλήρου στις δημόσιες επενδύσεις) και την ενεργειακή μετάβαση (η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κυβερνητικές πρωτοβουλίες για κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων) θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ελλείψεις χρηματοδότησης, καθώς τα τρέχοντα κονδύλια της Ε.Ε. όπως το NextGenerationEU προσφέρουν περιορισμένη μόνο ανακούφιση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένα κράτη της Ε.Ε., ιδιαίτερα στον Νότο και τα ανατολικά, μπορεί να βρεθούν σε σταυροδρόμι: να τηρήσουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς ή να δώσουν προτεραιότητα σε βασικούς στόχους πολιτικής, που πιθανότατα θα αναζωπυρώσουν τις διαφορές Βορρά-Νότου εντός του μπλοκ. Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι Βρυξέλλες, καθώς και τα πιο δημοσιονομικά συντηρητικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξανόμενη πίεση από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία είτε να προχωρήσουν προς μια βαθύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση της Ε.Ε. είτε, τουλάχιστον, να αυξήσουν τους κοινούς μηχανισμούς χρηματοδότησης βασικών έργων κοινού ενδιαφέροντος, όπως οι ενεργειακές διασυνδέσεις, οι βιομηχανικές επιδοτήσεις και οι κοινές αμυντικές προμήθειες.