Δεν φτάνει που έγιναν η μεγάλη παγκόσμια εστία του Covid-19, με σχεδόν 110.000 νεκρούς, αλλά μετατράπηκαν εν μια νυκτί, αρχής γενομένης από τη Μινεάπολη, και στον μεγαλύτερο εξαγωγέα αστάθειας, σε ένα ήδη απορρυθμισμένο και συγκρουσιακό διεθνές σύστημα, που μάταια ψάχνει σημείο ισορροπίας.
Οπαδός της καταστολής στο εσωτερικό και της «επιθετικής μονομέρειας που σπέρνει χάος» στο εξωτερικό, ο Ντόναλντ Τραμπ ηγείται μιας Αμερικής που είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να βρει τον βηματισμό της ακόμη και μετά την αποχώρησή του, σε 6 μήνες ή (αλίμονο…) 5,5 χρόνια.
Αφού έβγαλε τις ΗΠΑ από την UNESCO, αποσύρθηκε από τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, τορπίλισε τη Συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα και εγκαινίασε εμπορικό πόλεμο δασμών με την Κίνα το 2018, ο πλέον αμφιλεγόμενος Αμερικανός πρόεδρος όλων των εποχών απέσυρε τη χώρα του από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τώρα απειλεί να διαλύσει και το τελευταίο φόρουμ συνεννόησης των δυτικών δυνάμεων του πλανήτη, το «G7».
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ ήταν ένα μεγάλο σοκ, μολονότι ο Τραμπ την είχε προαναγγείλει εδώ και 30 μέρες, λόγω της «αδυναμίας του διεθνούς οργανισμού να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές», που ζήτησε η Ουάσιγκτον. Ουσιαστικά, η αλλαγή που απαιτούσε ο Τραμπ ήταν μία: Να πάψει να «προστατεύει» ο ΠΟΥ την Κίνα και να την «ενοχοποιήσει» για την πανδημία του κορονοϊού. Οι ΗΠΑ δεν ήταν απλώς από τα ιδρυτικά μέλη του ΠΟΥ, το 1948, αλλά και βασικός του χρηματοδότης, με περίπου 450 εκατ. δολάρια τον χρόνο. Εκτός από τη διεθνή κοινότητα η ενέργεια του Τραμπ επικρίθηκε και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς δυσκολεύει αντικειμενικά τη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας (και των επομένων…) μέσα από έρευνες, δομικές και συμφωνίες για την κατανομή φαρμάκων και εμβολίων.
Παράλληλα, σε μια άγαρμπη και ουδόλως υποκρυπτόμενη προσπάθεια να απομονώσει την Κίνα, ο Τραμπ πρότεινε τη διά ζώσης διεξαγωγή της Συνόδου σε αμερικανικό έδαφος τον Σεπτέμβριο (το «G7» αναβλήθηκε μία φορά τον Μάρτιο, λόγω κορονοϊού, και μάλλον το ίδιο θα γίνει και αυτόν τον μήνα) αλλά με την προσθήκη τεσσάρων αναδυόμενων χωρών (Ρωσία, Ινδία, Αυστραλία, Ν. Κορέα) από τις οποίες οι τρεις συμπτωματικά -πλην Ρωσίας- έχουν αντιπαλότητα με το Πεκίνο!
«Δεν νομίζω ότι το “G7” αντιπροσωπεύει σωστά τη σημερινή κατάσταση στον κόσμο. Είναι μια παρωχημένη ομάδα χωρών», τόνισε ο Αμερικανός πρόεδρος επιστρέφοντας με το Air Force One από το Διαστημικό Κέντρο Κένεντι.
Ενοχλημένη η Ανγκελα Μέρκελ αρνήθηκε την πρόσκλησή του για υγειονομικούς λόγους, ενώ Βρετανία και Καναδάς ξεκαθάρισαν πως θα θέσουν βέτο στην επιστροφή της Ρωσίας στο γκρουπ των ισχυρότερων βιομηχανικών χωρών (HΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Ιταλία). Η Ρωσία ήταν μέλος του πρώην «G8» έως το 2014, αλλά εκδιώχθηκε, λόγω Κριμαίας.
Η εμμονή του Τραμπ να αποσπάσει τον Πούτιν από την ευρασιατική αγκαλιά της Κίνας είναι απολύτως κατανοητή και έγινε ευμενώς δεκτή από τον Ρώσο πρόεδρο. Αλλωστε, δεν ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να δημιουργήσει συνθήκες διπλωματικής «περικύκλωσης» της Κίνας. Προηγήθηκε η πρόσφατη πρόταση της Βρετανίας για δημιουργία ενός διεθνούς φόρουμ των «δυτικών δημοκρατιών» (D10) στο οποίο θα έχουν θέση όλες οι χώρες που πρότεινε ο Τραμπ. Πλην, βέβαια, της Ρωσίας, με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να διατηρεί αβυσσαλέα αντιπαλότητα.
Στόχος του Λονδίνου και του Λευκού Οίκου είναι να αντιμετωπίσει από κοινού ο «υπόλοιπος πλανήτης» την κινεζική πολιτική στα θέματα της νέας επικοινωνιακής τεχνολογίας (δίκτυα 5G) στην εμπορική της επέκταση με τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Μία Ζώνη -Ενας Δρόμος) και, φυσικά, να μεθοδευθεί η ενοχή της στο ζήτημα της διάδοσης του SARS-CoV-2, προκειμένου να νομιμοποιηθούν οι κυρώσεις εις βάρος της.
Η ατζέντα αυτή δεν βρίσκει διόλου σύμφωνη τη Γερμανία, που διατηρεί ζωτικά συμφέροντα σε Ρωσία και Κίνα, ενώ την έχει επικρίνει επανειλημμένα ο Τραμπ για τα εμπορικά της πλεονάσματα και την απροθυμία της να ξοδέψει περισσότερα για το ΝΑΤΟ.
Δημιουργώντας μέτωπα και αναξέοντας ανοιχτές πληγές στο εξωτερικό, με μόνιμο «δαίμονα» την Κίνα, ο Τραμπ προσπαθεί ολοφάνερα να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, εν όψει μιας ιδιαίτερα δύσκολης εκλογικής μάχης τον Νοέμβριο.
Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα να ενεργεί σπασμωδικά, μπερδεύοντας τους διεθνείς συνομιλητές του. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωσαν χαρακτηριστικά στο Politico ότι, λόγω της έλλειψης προετοιμασίας των ΗΠΑ, είναι αδύνατον να διεξαχθεί ένα «G7» της προκοπής υπό τις παρούσες συνθήκες και με ανοιχτές ένα σωρό διαφωνίες σε ζωτικά θέματα (Κίνα, κλιματική αλλαγή, Ιράν κ.λπ.).
Αλλωστε, σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο, Τραμπ και Μέρκελ φέρονται σχεδόν να… τσακώθηκαν προς χάριν της Κίνας στην τελευταία τηλεφωνική τους συνομιλία, καθώς η καγκελάριος του επισήμανε τη σημασία που έχει για τη χώρα της και την Ευρώπη ο ρωσικός αγωγός Nordstream, αλλά και οι εμπορικές σχέσεις με την Κίνα.
Το Πεκίνο παίρνει τώρα… ρεβάνς για το Χονγκ Κονγκ
Στο ξέσπασμα των άγριων φυλετικών και κοινωνικών ταραχών, που συγκλονίζουν τις ΗΠΑ, το Πεκίνο ανακάλυψε μία χρυσή ευκαιρία να τις πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, παίρνοντας εκδίκηση για το Χονγκ Κονγκ.
Το κινεζικό YΠΕΞ, το επίσημο όργανο του κινεζικού Κ.Κ., «Global Times», μαζί με την προπαγανδιστική στρατιά μέσων κοινωνικής δικτύωσης που ελέγχει το Πεκίνο στηλίτευσαν με μπόλικη ειρωνεία την «καταπίεση των μειονοτήτων στις ΗΠΑ» («καρφί» για τη μεταχείριση των μουσουλμάνων Ουιγούρων από τις κινεζικές Αρχές), «την έλλειψη δημοκρατίας στην Αμερική», καλώντας τον Τραμπ να βγει να μιλήσει στους διαδηλωτές, αντί να κρύβεται στα έγκατα του Λευκού Οίκου. Αυτό δηλαδή που απαιτεί να κάνουν οι Κινέζοι ιθύνοντες με τους διαδηλωτές του Χονγκ Κονγκ.
Ενα σημείο που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι το κινεζικό σύστημα εξουσίας δεν στρέφεται αποκλειστικά κατά του Τραμπ θεωρώντας τον μια ιδιόρρυθμη εξαίρεση, αλλά αντιλαμβάνεται την αμερικανική επιθετικότητα ως πάγια στρατηγική της αντίπαλης υπερδύναμης, ανεξαρτήτως προέδρων. Αλλωστε, εκτός από τον Τραμπ, οι «Global Τimes» επιτέθηκαν και κατά της Δημοκρατικής προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, καλώντας την ειρωνικά να κοιτάξει από το παράθυρό της το «θαυμάσιο θέαμα», όπως αποκαλούσε τις συγκρούσεις των διαδηλωτών στο Χονγκ Κονγκ με την Αστυνομία.
H αλήθεια είναι πως ο Τζο Μπάιντεν και η Χίλαρι Κλίντον δεν είναι λιγότερο «αντι-Κινέζοι» επί της ουσίας από τον Τραμπ, αλλά δεν θα κατέφευγαν στις άγαρμπες μεθόδους του.
Δεν επιστρέφουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις από τη Χώρα του Κόκκινου Δράκου
Τον Ιανουάριο ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου, Γουίλμπουρ Ρος, υποστήριζε ότι η επιδημία του κορονοϊού στην Κίνα θα επιταχύνει την επιστροφή αμερικανικών επιχειρήσεων στα πάτρια εδάφη. Το ίδιο εξακολουθούσε να ισχυρίζεται έως τον Μάιο ο κορυφαίος εμπορικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου και διαπραγματευτής με την Κίνα, Φρανκ Λαϊτχάιζερ. Ομως, η έγκυρη επιθεώρηση «Foreign Policy» επιμένει πως τίποτα από αυτά δεν συνέβη, με κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις που δεν αναιρούν τον κανόνα.
Αυτό σημαίνει ότι καταρρέει η κεντρική προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ, στο πλαίσιο του «Make America Great Again», ότι θα «φέρει πίσω δουλειές από την Κίνα», γεγονός που θα δυσκολευτεί να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του.
Από τον Ιανουάριο του 2018, που ο Αμερικανός πρόεδρος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα αυξήθηκαν κατά μέσο όρο από 3,1% σε 20%. Ωστόσο, αυτό δεν προκάλεσε κύμα επιστροφής αμερικανικών επιχειρήσεων, αλλά ευνόησε άλλες ασιατικές χώρες, όπως το Βιετνάμ – τον μεγάλο… νικητή μέχρι στιγμής του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου. Ενδεικτικά η Google μετέφερε την παραγωγή του Pixel 4A smartphone από την Κίνα στο Βιετνάμ, με τη Microsoft να τη μιμείται σε ό,τι αφορά το τάμπλετ Surface.
H τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτήν τη στιγμή τηλεπικοινωνιακά προϊόντα όπως τα smartphone αποτελούν το 20% των βιετναμέζικων εξαγωγών στις ΗΠΑ, ποσοστό διπλάσιο από το 2015 (έργο κι αυτό Τραμπ!).
Οι ΗΠΑ πέτυχαν, βέβαια, να μειώσουν κατά 17% τις εισαγωγές τους από την Κίνα. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας στην Αμερική. Ο πρόεδρος και οι συνεργάτες του ξέχασαν ότι ο βιομηχανικός τομέας έχει σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιηθεί, ενώ ακόμη και χωρίς αυτήν την εξέλιξη σήμερα λιγότερο από 1 στους 10 Αμερικανούς απασχολείται στον βιομηχανικό κλάδο έναντι αναλογίας 1 στους 4 τη δεκαετία του 1970. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νοτιοκορεατική LG Εlectronics, που μετέφερε από τη Σεούλ στο Τενεσί μία μεγάλη μονάδα παραγωγής λόγω των δασμών του Τραμπ, η οποία όμως λειτουργεί με… νοτιοκορεατικά ρομπότ.
Σαν κερασάκι στην τούρτα, το Bloomberg έγραψε ότι η Κίνα ακύρωσε στην πράξη την πολυδιαφημισμένη από τον Λευκό Οίκο «πρώτη φάση» της εμπορικής συμφωνίας του Ιανουαρίου, απαγορεύοντας πλέον σε κρατικές κινεζικές εταιρίες να ενισχύσουν τους Αμερικανούς αγρότες και εργάτες, με την αγορά αγροτικών και άλλων προϊόντων αξίας 200 δισ. δολαρίων. Αυτό ήταν το βασικό αντίποινο για τις αμερικανικές κυρώσεις αναφορικά με τη νέα νομοθεσία ασφαλείας στο Χονγκ Κονγκ.
«Αυτά συμβαίνουν, όταν η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα δεν υπαγορεύεται από το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον, αλλά από κοντόφθαλμους εκλογικούς υπολογισμούς», έγραψε το «Foreign Policy».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής