Η διαδικασία του Βrexit απορρόφησε οξυγόνο και από την Ε.Ε., φορτώνοντάς τη με ένα σωρό προβλήματα τη χρονιά που έρχεται. Πέρα από το δυσάρεστο γεγονός του ακρωτηριασμού της (τα «28» κράτη-μέλη θα μείνουν «27»), η Ενωση αναγκάστηκε να ασχοληθεί λιγότερο με κρίσιμα ζητήματα, που απειλούν την ασφάλεια και την εθνική συνοχή των μελών της, όπως το μεταναστευτικό.
Να σημειωθεί ότι το Brexit δεν είναι απόλυτα λυμένο πρόβλημα. Ναι μεν στις 31 Ιανουαρίου το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ε.Ε., αλλά έως τη λήξη της σύντομης, μεταβατικής περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου θα συνεχίσει να τηρεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες στο εμπόριο και να πρέπει να συνεργάζεται στενά με τους πρώην εταίρους του στην ασφάλεια, στις αερομεταφορές, στην έρευνα κ.λπ.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αναλυτές (συμπεριλαμβανομένης της διαδόχου του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) κρίνουν ανεπαρκή τη μεταβατική περίοδο μόλις 11 μηνών, που καθόρισε ο Τζόνσον, απαγορεύοντας μάλιστα στη Βουλή των Κοινοτήτων να δεχθεί περαιτέρω παράτασή της.
Το κακό σενάριο
Αν τα ανοιχτά ζητήματα δεν έχουν επιλυθεί έως το τέλος του 2020 και η Ε.Ε. δεν εξασφαλίσει μια εμπορική συμφωνία, που δεν θα μετατρέπει τη Βρετανία «σε δεύτερη Σιγκαπούρη, εξόχως ανταγωνιστική προς την Ενωση», όπως φοβάται η Μέρκελ, δεν αποκλείεται να αναβιώσει το φάντασμα του άτακτου Brexit, όσο κι αν όλες οι πλευρές το απεύχονται. Πολλά θα κριθούν από τη δυνατότητα της βρετανικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει επωφελείς διμερείς συμφωνίες (έστω και άτυπα) στο μεσοδιάστημα, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στην Ε.Ε. και τους ανταγωνιστές της ΗΠΑ, Κίνα και Καναδά. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον ο Τζόνσον θα δεχθεί την παράταση των διαπραγματεύσεων ακόμη και έως το τέλος του 2022, γεγονός που θα συνεπιφέρει αβεβαιότητα, κλονισμό της στερλίνας και πρόσθετη αναταραχή στη Σκοτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, που θεωρούν εαυτούς «παραπαίδια του αγγλικού Brexit».
Η σκοτσέζικη κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να διοργανώσει δεύτερο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας -και μάλιστα πραξικοπηματικά- μέσα στο 2020. Ομως, με τον ανελέητο πόλεμο φθοράς που εγκαινίασε μετά την ενίσχυση των Σκοτσέζων εθνικιστών στις βρετανικές εκλογές και τις συνεχείς επιθέσεις στο Λονδίνο (από φιλοευρωπαϊκή σκοπιά) θα συμβάλει στην πύκνωση του ρεύματος αστάθειας ένθεν και ένθεν της Μάγχης.
Πολλά τα ανοιχτά μέτωπα εντός
Η Ε.Ε. θα ταλανίζεται το 2020 από ένα σωρό εσωτερικά προβλήματα. Τον πόλεμο ηγεσίας Γαλλίας-Γερμανίας, την υπονόμευση από κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, που δεν σέβονται τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου, την άρνησή τους να συνεργαστούν με τις χώρες του Νότου στο μεταναστευτικό (ιδίως μετά τις τελευταίες, φοβερές απειλές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν).
Στην Πολωνία η εθνολαϊκιστική κυβέρνηση βρίσκεται σε σύγκρουση με το Ανώτατο Δικαστήριο, που χαρακτήρισε αντίθετες προς το ευρωπαϊκό δίκαιο τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις, επειδή καταργούν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ανάλογα πράττει στην Ουγγαρία ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βίκτορ Ορμπαν, με συνέπεια Πολωνία και Ουγγαρία να έχουν παραπεμφθεί με το άρθρο 7 των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, που (θεωρητικά και μόνο) θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποβολή από την Ε.Ε.! Η δαμόκλειος σπάθη του άρθρου 7 κρέμεται και πάνω από τη Μάλτα, λόγω της ανάμιξης του πρωθυπουργού της, Τζόζεφ Μουσκάτ, και μελών της κυβέρνησης στη δολοφονία της δημοσιογράφου Δάφνης Καρουάνα-Γκαλίζια. Κατηγορίες για ασφυκτικό έλεγχο του Τύπου αντιμετωπίζουν ακόμη η Κροατία και η Βουλγαρία κ.ο.κ.
Ο Μακρόν έχει συνεκτικό όραμα αλλά διχάζει…
Κατά κοινή ομολογία, ο μόνος που θα μπορούσε να βάλει τάξη στο ευρωπαϊκό χάος και να δώσει όραμα στην Ε.Ε. είναι ο Εμανουέλ Μακρόν – μολονότι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κοινωνική εξέγερση επικών διαστάσεων στη χώρα του για το ασφαλιστικό, με τάσεις διαρκούς κλιμάκωσης.
Αναλύοντας τα δεδομένα, ο διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Eurasia Group, Μουτζάμπα Ραχμάν, δεν έχει καλό προαίσθημα για τον Γάλλο πρόεδρο – και συνεπώς για το ευρωπαϊκό εγχείρημα: «Ο Μακρόν είναι πράγματι ο μοναδικός ηγέτης με συνεκτικό όραμα για την Ε.Ε. Ομως, το προβάλλει με διχαστικό τρόπο, που καταντά αντιπαραγωγικός. Θέλει να χτίσει συναινέσεις, αλλά ο τρόπος που προσεγγίζει τους άλλους ηγέτες δεν είναι ο καλύτερος».
Κλασικά δείγματα της νοοτροπίας Μακρόν ήταν το βέτο στην ευρωπαϊκή πορεία Αλβανίας-Β. Μακεδονίας και ο χαρακτηρισμός του ΝΑΤΟ ως «κλινικά νεκρού οργανισμού», που τον έφερε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με τις ΗΠΑ, αλλά και τη Γερμανία.
Παρά την κοινή τους πλατφόρμα για τη νέα Ε.Ε., που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, Γαλλία και Γερμανία διαφωνούν για τη θωράκιση της ευρωζώνης με κοινή εγγύηση τραπεζικών καταθέσεων, ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό και επιδόματα ανεργίας, ενιαίο υπουργό Οικονομικών και κοινό προϋπολογισμό. Ολα αυτά συνεπάγονται μεταφορές από την πλευρά της Γερμανίας προς τους υπόλοιπους, και το Βερολίνο δεν θέλει να ακούσει κάτι τέτοιο, στα πρόθυρα ενός αρνητικού οικονομικού κύκλου.
Οπως σημείωσε στο Politico ο σύμβουλος του Γάλλου προέδρου, Κλεμάν Μπον, το σχέδιο που θα εφαρμόσει ο Μακρόν το 2020 στρέφεται γύρω από την ενίσχυση της γαλλικής επιρροής εντός της Ε.Ε. και σε διεθνές επίπεδο, με παράλληλη αφύπνιση του κοιμισμένου ευρωπαϊκού γίγαντα από τη γεωπολιτική του νάρκη, που έδωσε χώρο σε ΗΠΑ, Κίνα, ακόμη και στην Τουρκία, στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ εντάσσεται η πρόταση Μακρόν για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Σε πολιτική και οικονομική στενωπό η Γερμανία
Στην κρισιμότερη καμπή της Ε.Ε. η Γερμανία διανύει μία από τις χειρότερες μεταπολεμικές περιόδους της, πολιτικά και οικονομικά. Η αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ και ο κίνδυνος πτώσης του Μεγάλου Συνασπισμού μετά την εκλογή αριστερού ηγετικού διδύμου στην προεδρία του SPD, στις 2 Δεκεμβρίου, προδιαθέτουν για εσωστρέφεια, οικονομικό συντηρητισμό και άρνηση για τολμηρά ανοίγματα στον χώρο της ευρωπαϊκής επικράτειας – με εξαιρέσεις ίσως το κλίμα και το μεταναστευτικό.
«Το 2020 θα είναι δύσκολη χρονιά. Δυστυχώς, ούτε η Γερμανία θα μπορέσει να τη… σκαπουλάρει», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, Ούβε Μπούκερτ. Το Brexit, oι διεθνείς εμπορικές συγκρούσεις και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας είναι οι αιτίες της αναπότρεπτης ύφεσης στην ευρωπαϊκή ατμομηχανή.
Τα πρώτα σημάδια έγιναν ήδη ορατά, με τη μείωση του ρυθμού πτώσης της ανεργίας και την περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας από τους κολοσσούς BASF, Thyssenkrupp και Deutsche Bank. Σε κάποιες από αυτές τις εταιρίες ξεκίνησαν ήδη απεργίες, αλλά οι οικονομολόγοι αισιοδοξούν ότι η κρίση θα μείνει σε ελεγχόμενα επίπεδα και δεν θα επηρεάσει σοβαρά τις τσέπες των καταναλωτών.
Αυτό που κάνει τους Γερμανούς να ανησυχούν είναι η μείωση των εξαγωγών τους. Οι αναταράξεις από την αποχώρηση της Βρετανίας και οι εμπορικές συγκρούσεις με την επιβολή δασμών -κυρίως από τις ΗΠΑ- δυσκολεύουν τη διακίνηση γερμανικών προϊόντων, μειώνουν τις παραγγελίες και τη ζήτηση, δημιουργώντας πρόβλημα στις γερμανικές βιομηχανίες αυτοκινήτων, μηχανημάτων, ηλεκτρικών και χημικών.
Το 2019 αφήνει στη Γερμανία την αρνητική κληρονομιά της μειωμένης κατά 4% βιομηχανικής παραγωγής (στοιχεία της Ενωσης Γερμανών Βιομηχάνων/BDI), με τον οικονομολόγο της Deutsche Bank, Mίκαελ Χολστάιν, να θεωρεί κρίσιμη για τα προσεχή τρίμηνα την εκτόνωση της διεθνούς εμπορικής έντασης.
Τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά, ώστε ο υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς (ηττημένος της εσωκομματικής μάχης στο SPD), να στηρίξει για πρώτη φορά τις τράπεζες των γερμανικών κρατιδίων, παρακάμπτοντας τους άκαμπτους δημοσιονομικούς κανόνες. Οι λεγόμενες Landesbank αποτελούν αχίλλειο πτέρνα της γερμανικής οικονομίας, καθώς κουβαλούν σωρούς «κόκκινων» δανείων, που κινδυνεύουν τώρα να αυξηθούν λόγω της κρίσης. Για τη σωτηρία τους το 2010 (και τη συνακόλουθη σωτηρία των χρεωμένων στις τράπεζες γερμανικών βιομηχανιών και της αγοραστικής δύναμης των Γερμανών καταναλωτών) θυσιάστηκε η Ελλάδα σαν Ιφιγένεια. Τώρα -ο μη γένοιτο- ποιος άλλος θα θυσιαστεί εκτός από την Ε.Ε. και την ίδια τη Γερμανία;
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής