Σύμφωνα με τον Ρώσο πρώτο αναπληρωτή πρωθυπουργό Ιγκόρ Σουβάλοφ, όπως αναφέρθηκε από την Kommersant, η Μόσχα σχεδιάζει να άρει την αναστολή για την πώληση, ύστερα από μια σφοδρή πολιτική μάχη που κρατάει από τον Αύγουστο, όταν σταμάτησε η πώληση. Αν επιτραπεί στη Rosneft να ολοκληρώσει την αγορά, θα τελειώσει μία από τις πιο σημαντικές μάχες που έγιναν στο Κρεμλίνο ανάμεσα στο υπουργείο Οικονομικών, την εκτελεστική εξουσία υπό τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και τον επικεφαλής της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν.
Η ΔΙΑΜΑΧΗ, ωστόσο, για το πετρέλαιο δεν είναι η μοναδική που χαλάει τις σχέσεις της κυβέρνησης με τον ενεργειακό τομέα. Πέρυσι, η ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά από σχέδια ιδιωτικοποιήσεων, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης του 50% των μετοχών της Bashneft (έκτη μεγαλύτερη εταιρία πετρελαίου της Ρωσίας) για 4,6 δισ. δολάρια και 19,5% των μετοχών της Rosneft (η μεγαλύτερη εταιρία πετρελαίου της Ρωσίας) για 11,4 δισ. δολάρια. Η Rosneft, όμως, προσέβαλε νομικά την πώληση αυτή και έκτοτε ο Sechin αγωνίζεται για μεγαλύτερο έλεγχο της εταιρίας. Η ρωσική κυβέρνηση αντιστάθηκε στις προσπάθειές του, αισθανόμενη ότι δεν έχει πολλές επιλογές, δεδομένης της δεινής οικονομικής της κατάστασης: Ο προϋπολογισμός του 2016 δείχνει το αναμενόμενο έλλειμμα ύψους 36 δισ. δολαρίων, στην περίπτωση που το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διατηρηθεί κάτω από το 3,6%, την ώρα που το Κρεμλίνο μετρά τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από την ιδιωτικοποίηση της Rosneft προκειμένου να αντισταθμίσει τη ζημιά. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αναγκαστεί ή να δανειστεί πολλά από τις διεθνείς αγορές με υψηλά επιτόκια που οφείλονται στις διεθνείς κυρώσεις ή να στηριχθεί στα αποθεματικά του, γεγονός που θα άφηνε μικρό «μαξιλάρι» για τους προϋπολογισμούς του 2017 και του 2018. Περιμένοντας να κυκλοφορήσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017, αναμένεται και η επίλυση της διαμάχης για την ιδιωτικοποίηση. Τώρα φαίνεται ότι η τελική συμφωνία θα επιτευχθεί σύντομα.
ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ μήνα, ο Σετσίν δυσκόλεψε τις συνομιλίες για την ιδιωτικοποίηση, βάζοντας δύσκολους (βαρείς) όρους ως αντάλλαγμα για την αποδοχή της συμφωνίας. Εχει ήδη ζητήσει να έχει τη δυνατότητα να καθορίσει και να επιλέξει τον αγοραστή για το κομμάτι της Rosneft που επρόκειτο να πωληθεί. Στη συνέχεια, ο Σετσίν πρόσθεσε τον όρο ότι το Κρεμλίνο θα πρέπει να συμφωνήσει να αφήσει τη Rosneft να κάνει προσφορά για το προς πώληση τμήμα της Bashneft. Ο Πούτιν εξέφρασε την αντίθεσή του στο να επιτραπεί στη Rosneft να υποβάλει προσφορά για την Bashneft, διότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ιδιωτικοποίηση της Rosneft και θα καθιστούσε άκυρη την προσπάθεια μεταφοράς περισσότερων ενεργειακών χαρτοφυλακίων (και οικονομικό κίνδυνο) εκτός κράτους. Επιπλέον, ο Πούτιν ανησυχούσε, γιατί, επιτρέποντας μια τέτοια συμφωνία, αυτό θα ενδυνάμωνε τη Rosneft σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε να απειλήσει την εξουσία του, καθώς και την εξουσία αντίπαλων φατριών εναντίων της Ρωσίας. Σε μια εποχή που ο Πούτιν είναι ολοένα και περισσότερο πολιτικά απομονωμένος, ο αγώνας ανάμεσα σε δύο από τους πιο ισχυρούς άνδρες της Ρωσίας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικός.
Διπλωματικές πηγές για «ΑΟΖ Τουρκίας - Συρίας»: Μεταβατική η κατάσταση, κανείς δεν νομιμοποιείται να κάνει συμφωνίες
ΑΝ ΟΙ ΦΗΜΕΣ είναι αληθινές και ο Πούτιν έχει στην πραγματικότητα εγκρίνει την πώληση της Bashneft στη Rosneft, φαίνεται σαν ο ηγέτης να έχει υποκύψει στον Σετσίν υπό αυξανόμενη πολιτική και οικονομική πίεση. Σύμφωνα με έκθεση της Kommersant, η Rosneft θα πληρώσει 5 δισ. δολάρια για τις μετοχές της Bashneft, λίγο περισσότερα από μια προηγούμενη προσφορά, την οποία πολλοί θεώρησαν ως υπερβολικά υψηλή. Το τεράστιο τίμημα μπορεί να αποτελεί συμβιβασμό του Σετσίν στον Πούτιν.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ του Κρεμλίνου με τον ενεργειακό τομέα δεν έχει τελειώσει. Αυτοί που υποβάλλουν προσφορές εξακολουθούν να διεκδικούν ένα κομμάτι της Rosneft, παρά την υψηλή τιμή. Μέχρι στιγμής, η Μόσχα έχει φλερτάρει με τα συμφέροντα της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Ινδίας, εκ των οποίων μόνο το Νέο Δελχί έχει δείξει ενδιαφέρον, έστω κι αν -κατά πάσα πιθανότητα- δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να αγοράσει ολόκληρο το προς πώληση κομμάτι της εταιρίας.
ΤΟ ΚΡΕΜΛΙΝΟ εξετάζει επίσης την αύξηση των φόρων στην ενέργεια για να καλύψει τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους – μια πρόταση που έχει ήδη προκαλέσει συζήτηση. Επί του παρόντος, το πετρέλαιο φορολογείται μέσω ενός φόρου εξόρυξης ορυκτών, φόρο εισοδήματος και φόρο κατά την εξαγωγή. Το σχέδιο είναι να αυξηθεί ο φόρος εξόρυξης, με την παράλληλη πιθανή μείωση των άλλων φόρων, μεταφέροντας ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής επιβάρυνσης από τη φάση της εξαγωγής στη φάση της εξόρυξης. Επιπλέον, το υπουργείο Ενέργειας προτείνει ένα 70% φόρο επί των κερδών από τα πετρελαϊκά πρότζεκτ. Η πρόταση, βέβαια, απορρίφθηκε από τις εταιρίες πετρελαίου. Αξίζει, ωστόσο, να τεθεί το ερώτημα ως προς το αν το Κρεμλίνο μπορεί να περάσει μια τέτοια σημαντική φορολογική μεταρρύθμιση για την ενέργεια προτού οριστικοποιηθεί ο προϋπολογισμός του 2017 και κατά πόσον θα καταφέρει να κάνει την πολυπόθητη μερική ιδιωτικοποίηση της Rosneft εντελώς δυσάρεστη για τους ξένους επενδυτές. Η χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα του Κρεμλίνου θα μπορούσε απλώς να εξαρτάται από την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής