Την Τρίτη, ένα ρωσικό αεροσκάφος απογειώθηκε από την ιρανική αεροπορική βάση για επιθέσεις βομβαρδισμού στη Συρία. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν επιβεβαίωσαν ότι το Ιράν έδωσε στη Ρωσία πρόσβαση στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του, μία ημέρα αφότου οι φωτογραφίες του ρωσικού βομβαρδιστικού Tu-22M3, από το αεροδρόμιο Hamadan στα νοτιοδυτικά της Τεχεράνης, κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο. Από το 1946, η Ρωσία δεν είχε αφήσει το στρατιωτικό αποτύπωμά της στο Ιράν.
ΝΩΡΙΤΕΡΑ, τα βομβαρδιστικά για τις αποστολές στη Συρία πετούσαν από τις βάσεις στη Ρωσία. Πετώντας από το Ιράν, μειώνεται σημαντικά η απόσταση από τους συριακούς στόχους, επιτρέποντας στα πολεμικά αεροσκάφη να κάνουν περισσότερες εξορμήσεις και να μεταφέρουν βαρύτερα φορτία, μειώνοντας παράλληλα τα έξοδα συντήρησης. Τις τελευταίες 24 ώρες, οι Ρώσοι φέρεται να έχουν κάνει περίπου 60 αεροπορικές επιδρομές μόνο στο Χαλέπι, σημαντική αύξηση συγκριτικά με τις προηγούμενες εβδομάδες. Επιπλέον, δόθηκε πρόσβαση στους Ρώσους στον ιρακινό εναέριο χώρο, τόσο για τα βομβαρδιστικά τους όσο και για πυραύλους. Αυτό σημαίνει ότι ο ρωσικός στολίσκος της Κασπίας μπορεί σύντομα να ξεκινήσει άλλο ένα κύμα επιθέσεων πάνω από το Ιράν και το Ιράκ εναντίον συριακών στόχων, ως μια ακόμη ιδιαίτερα εμφανή απόδειξη της ρωσικής στρατιωτικής επέκτασης στη Μέση Ανατολή.
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ, η Ρωσία προσπαθεί πολύ να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει επισκιάσει το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, μέσω μιας «συστοιχίας» συμμαχιών, αύξησης της στρατιωτικής δραστηριότητας και της συνεχούς επιδίωξης για αμυντικές συμφωνίες. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η Ρωσία έκανε σημαντικές ανακοινώσεις για συναντήσεις στρατηγικής σημασίας με την Τουρκία και το Ιράν για τη Συρία, κάνοντας την Ουάσιγκτον να μοιάζει -αν και ηγείται των συμμάχων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους- ότι έμεινε στα… κρύα του λουτρού.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ όμως είναι πολύ διαφορετική. Η Ρωσία έχει μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία από τις ΗΠΑ στη Συρία, το αμερικανικό αποτύπωμα, ωστόσο, συνολικά στη Μέση Ανατολή είναι πολύ μεγαλύτερο. Ενώ η Ρωσία χρησιμοποιεί βάσεις και διαθέτει αεροπορικές δυνάμεις στη Συρία, δημιουργώντας τώρα παρόμοια παρουσία (σε πιθανώς προσωρινή βάση) στο Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μόνιμη παρουσία με στρατιωτικές δυνάμεις σε μέρη όπως η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία και ο 5ος Στόλος στο Μπαχρέιν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης πολλές μικρότερες κοινές βάσεις και προωθούν επιχειρησιακές θέσεις, υποστηρίζοντας ενεργά θέατρα σε σχεδόν κάθε άλλη χώρα στη Μέση Ανατολή, εκτός από το Ιράν.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ τις δυνάμεις στο έδαφος, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές στη στρατηγική που διαμορφώνουν τη συμμετοχή Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Η Ρωσία έχει πολύ λιγότερους περιορισμούς απ’ ό,τι οι ΗΠΑ στους βομβαρδισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ισχύουν περισσότερα νομικά και ηθικά θέματα ως προς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με στόχο να μετριαστούν οι απώλειες αμάχων. Ο γενικός στόχος της Ρωσίας, όπως φαίνεται από το βομβαρδισμό κατά των Σύρων ανταρτών που στηρίζονται από τις ΗΠΑ, στο όνομα της αντιμετώπισης του Ισλαμικού Κράτους, αποδεικνύει κάτι περισσότερο από μια σαρωτική παρουσία στο πεδίο της μάχης, αφήνοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Τουρκία και τους άλλους εταίρους της συμμαχίας να αποφασίσουν αν θα απευθυνθούν στη Μόσχα για το συντονισμό στο πεδίο της μάχης ή αν θα διακινδυνεύσουν μια σύγκρουση με τις ρωσικές δυνάμεις. Αυτό, στη συνέχεια, επιτρέπει στη Μόσχα να ανταλλάξει τον τακτικό συντονισμό στη Συρία με άλλες στρατηγικές παραχωρήσεις, όπως κάνει τώρα με την Ουάσιγκτον και την Αγκυρα.
Η ΡΩΣΙΑ έχει, επίσης, δημιουργήσει την αντίληψη ότι είναι πιο πρόθυμη από τις Ηνωμένες Πολιτείες να δεσμεύσει πόρους στη Μέση Ανατολή και επομένως είναι πιο αξιόπιστη έναντι των συμμάχων της. Το ότι το Ιράν είναι πρόθυμο να φιλοξενήσει τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις δείχνει την προφανή -αλλά λογική- αστάθεια στη σχέση τους. Δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ Τεχεράνης και Μόσχας, με τους Ιρανούς σίγουρα να θυμούνται τη σοβιετική κατοχή του Ιράν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αν οι Ιρανοί εξακολουθήσουν να είναι επιφυλακτικοί με τη Ρωσία, θα δεχθούν πρόθυμα την υποστήριξη της Μόσχας προκειμένου να διατηρήσουν την πίεση στον περιφερειακό τους αντίπαλο, τη Σαουδική Αραβία, ακριβώς όπως η Μόσχα χρησιμοποιεί τη συμμετοχή της στη Μέση Ανατολή για να έχει το πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ότι η ρωσική επιρροή αυξάνεται στη Μέση Ανατολή θα διαμορφώσει τη συζήτηση στις ΗΠΑ αναφορικά με την αμερικανική στρατηγική έναντι του Ισλαμικού Κράτους και άλλων απειλών. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ανακάμπτουν από τους -πάνω από μία δεκαετία- διάφορους πολέμους στον ισλαμικό κόσμο, την ώρα που η παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία είναι η πρώτη στρατιωτική ενέργεια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Ουάσιγκτον υιοθέτησε μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση και μείωσε την παρουσία της στη Μέση Ανατολή, ως απάντηση στη δημόσια αποστροφή στις αποφάσεις για πόλεμο και ως αναγνώριση μεγαλύτερων στρατηγικών προκλήσεων σε άλλα μέρη του κόσμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζονται τώρα σε μεγαλύτερο βαθμό σε στρατιωτικούς εταίρους και ντόπιους, επαναδιατυπώνοντας τις προτεραιότητές τους στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής τους.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ από αυτή την προσέγγιση αντιμετωπίστηκαν υπό το πρίσμα της ανόδου ισχυρών τζιχαντιστικών ομάδων, όπως το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο εκμεταλλεύτηκε τα κενά εξουσίας προκειμένου να καταλάβει εδάφη στο Ιράκ και τη Συρία, ενώ ενθαρρύνει τις επιθέσεις στο εξωτερικό. Αν και η στρατηγική των ΗΠΑ έχει πλήξει τις συμβατικές δυνατότητες του Ισλαμικού Κράτους, χρειάζεται ένα -πολιτικά μη αποδεκτό- χρονικό διάστημα προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα αποτελέσματα. Μια άλλη συνέπεια της αμερικανικής προσέγγισης βρίσκεται στους τρόπους με τους οποίους οι περιφερειακοί εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών προσπάθησαν να επηρεάσουν τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους υπέρ των δικών τους συμφερόντων. Για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία πιέζει τις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στο να ρίξουν την κυβέρνηση στη Δαμασκό, που υποστηρίζεται από το Ιράν, ενώ η Τουρκία απειλεί με μονομερείς ενέργειες στο βόρειο τμήμα της Συρίας, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ δεν μπορέσουν να αποτρέψουν την επέκταση στα δυτικά των Κούρδων μαχητών των Λαϊκών Μονάδων Προστασίας. Με την ίδια λογική, μόνο και μόνο επειδή εμβαθύνει τη στρατιωτική συμμετοχή της στην περιοχή, δεν σημαίνει ότι η Ρωσία μπορεί να κατευθύνει τους εταίρους της σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους δικούς της όρους. Υπάρχουν όρια στη συνεργασία με τους εταίρους και στις δύο πλευρές.
ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ για τις προεδρικές εκλογές, έχει ανοίξει η συζήτηση στις ΗΠΑ για τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους μιας αργής και σταθερής προσέγγισης στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εντείνουν την εμπλοκή τους στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Ρωσία προσπαθεί να τις επισκιάσει. Στο μεταξύ, η Ρωσία ασχολείται με αυτό που εμφανίζεται ως σοβαρή μάχη για την εξουσία στο εσωτερικό του Κρεμλίνου, με τον πρόεδρο Πούτιν να κάνει, ωστόσο, όσα χρειάζεται για να μετατοπιστεί το επίκεντρο από τις ίντριγκες του Κρεμλίνου στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Η Ρωσία αντιμετωπίζει πραγματικούς περιορισμούς ως προς το πόση ενέργεια και πόρους μπορεί να δαπανήσει για τις δεσμεύσεις της στο εξωτερικό, η δυνατότητά της όμως να διαμορφώσει την εικόνα που επιθυμεί ενδεχομένως να έχει μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την πραγματικότητα κατά τους επόμενους μήνες. Στην τελική, αν η Ουάσιγκτον νιώσει πολιτική πίεση για μια μεγαλύτερη συμμετοχή στα αδιέξοδα της Μέσης Ανατολής, θα είναι πολύ τρελό να διακινδυνεύσει μια σοβαρή κλιμάκωση με τη Ρωσία στο μέλλον. Στην περίπτωση αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξαναγκάζονταν να ασχοληθούν με τη Ρωσία για να βρουν διέξοδο στα αδιέξοδα.
Υπεύθυνη διαχείρισης: Δέσποινα Συριοπούλου