Ο άνδρας αυτός είναι “ένας από τους πλέον καταζητούμενους στο Βέλγιο, ακόμη και στην Ευρώπη”, πρόσθεσε η πηγή αυτή, τονίζοντας ότι ο 32χρονος Βελγομαροκινός δεν έχει δώσει κανένα σημείο ζωής εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια.
Η μητέρα του, η αδελφή του και ένας φίλος του συνελήφθησαν τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Αυγούστου, σε έρευνες που πραγματοποίησε η βελγική αστυνομία κοντά στις Βρυξέλλες. Όλοι όμως αφέθηκαν ελεύθεροι λίγες ώρες αργότερα.
Σύμφωνα πάντα με την πηγή, την οποία επικαλείται το Γαλλικό Πρακτορείο, οι αρχές έχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο Οσάμα Άταρ συνδέεται με τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες. Στις 22 Μαρτίου τα ξαδέλφια του, ο Ιμπραχίμ και ο Χαλίντ Ελ Μπακραουί, ανατινάχθηκαν, μαζί με έναν τρίτο καμικάζι, στο αεροδρόμιο και το μετρό της βελγικής πρωτεύουσας, σκοτώνοντας 32 ανθρώπους.
Πέντε ημέρες αργότερα ο αδελφός του Οσάμα, ο Γιασίν, συνελήφθη μαζί με δύο άλλους άνδρες στο πλαίσιο μιας “αντιτρομοκρατικής επιχείρησης”. Η εισαγγελία δεν διαπίστωσε κάποια σχέση των προσώπων αυτών με τις επιθέσεις, ωστόσο ο Γιασίν Άταρ παραμένει υπό κράτηση.
Άλλα δύο ξαδέλφια του Οσάμα Άταρ έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις που σχετίζονται με τρομοκρατικές επιθέσεις: στις 18 Ιουνίου συνελήφθησαν οι αδελφοί Μουσταφά και Τζαουάντ Μπενατάλ με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του βελγικού Τύπου, οι δύο αδελφοί και ένας συνεργός τους ήθελαν να διαπράξουν μια επίθεση είτε κατά τη διάρκεια της μετάδοσης από την τηλεόραση του αγώνα μεταξύ των εθνικών ομάδων του Βελγίου και της Ιρλανδίας στο Euro 2016 είτε σε μια εμπορική αρτηρία των Βρυξελλών.
Ο Οσαμα Άταρ δεν ήταν άγνωστος στις διωκτικές αρχές. Είχε συλληφθεί για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2005 στο Ραμάντι του Ιράκ, ενώ μαινόταν ο πόλεμος, δύο χρόνια μετά την αμερικανική επέμβαση για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν.
Τότε, είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετών επειδή πέρασε παράνομα τα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ, όπως είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο δικηγόρος του, εκείνη την εποχή, ο Βενσάν Λουρκέν. Φυλακίστηκε σε διάφορες ιρακινές φυλακές, μεταξύ των οποίων και στη διαβόητη Άμπου Γράιμπ και επέστρεψε στο Βέλγιο τον Σεπτέμβριο του 2012, μετά την αποφυλάκισή του.
“Δεν γνωρίζω τι απέγινε”, πρόσθεσε ο δικηγόρος.
Η οικογένειά του είχε αποφασίσει να γνωστοποιήσει την υπόθεσή του προκειμένου να πετύχει την αποφυλάκισή του.
Μάλιστα, στην εκστρατεία υποστήριξής του μετείχαν διάφοροι πολιτικοί και μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία που ανέφερε ότι ο Άταρ έπασχε από καρκίνο στα νεφρά. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει ο ίδιος τον Φεβρουάριο του 2011 στην εφημερίδα Le Soir εξηγούσε ότι πήγε στη Συρία “για να σπουδάσει αραβικά” και κατόπιν πέρασε στο Ιράκ, μέσω μιας οργάνωσης, για να μεταφέρει ιατροφαρμακευτικό υλικό στην εμπόλεμη χώρα.