Ο υπουργός Εξωτερικών χρεώνει στον ειδικό διαμεσολαβητή προσπάθεια υπονόμευσης των συνομιλιών για το Κυπριακό, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι ο κ. Άιντε πραγματοποίησε μυστικές συναντήσεις με σκοπό να διασπάσει την κοινή στρατηγική Αθήνας και Λευκωσίας. «…Στις επισκέψεις του στην Ελλάδα ο κ. Άιντε συναντιόταν εν κρυπτώ με επιχειρηματίες -γιατί άραγε;- που, όπως φάνηκε, συνδέονται με συγκεκριμένους διεθνείς παράγοντες και επιλογές για το Κυπριακό. Σε αυτές τις συναντήσεις ήταν παρόντες και ορισμένοι από τους δημοσιογράφους που αρέσκονται να με υβρίζουν προσωπικά και προσπαθούν να αμαυρώσουν την κοινή προσπάθεια της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης. Δεύτερον, ότι μας πήγε ο κ. Άιντε σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης χωρίς να έχει κάνει ο ίδιος επαρκή προεργασία. Τρίτον, του επιτρέψαμε να λέει για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλαπλά ψέματα. Του τα κατέδειξα ένα προς ένα στην ίδια τη Διάσκεψη. Το γνώριζε ότι έλεγε ψέματα, αλλά δεν τον πείραζε ότι πιανόταν στα πράσα. Ευτυχώς, υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση όταν προσπάθησε να εμφανίσει σε έγγραφό τις δικές του θέσεις ως δικές μας. Φοβάμαι ότι συνεχίζει αυτή του την τακτική και μετά την Ελβετία», σημειώνει ο κ. Κοτζιάς.
Για την κλιμάκωση της έντασης στην κυπριακή ΑΟΖ με ευθύνη της Άγκυρας, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συστήνει ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, δεν κρύβει, ωστόσο, την ανησυχία του ότι «οι προκλήσεις της Τουρκίας μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε λάθη και ατυχήματα».
Άιντε: Υπήρξε κρίση εμπιστοσύνης στο Κραν Μοντανά
Στο πολύωρο δείπνο της 6ης Ιουλίου, που συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, «όλοι στο δωμάτιο καταλάβαιναν ότι αυτό δεν οδηγούσε κάπου. Υπήρχε επιδείνωση της εμπιστοσύνης. Το κλίμα, ο τόνος, ο τρόπος, που μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους και για τους άλλους, δεν ταίριαζε σε ανθρώπους που επρόκειτο να ενωθούν», υποστηρίζει ο ειδικός σύμβουλος του γ.γ. του ΟΗΕ, Έσπεν Άιντε, ο οποίος την Δευτέρα θα έχει χωριστές συναντήσεις με τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί.
Σε συνέντευξη στο ΚΥΠΕ από την Νέα Υόρκη, ο κ. Άιντε προβάλει την εκδοχή ότι αυτό που εμπόδισε τη λύση στις συνομιλίες του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά, «δεν είναι το τι θα μπορούσε να είναι το τελικό αποτέλεσμα, αλλά η αδυναμία να φτάσουμε σε αυτό το τελικό αποτέλεσμα». Κάνει λόγο για «μια συλλογική αποτυχία», η οποία – υποστηρίζει – «συμπεριλαμβάνει όλους όσοι ήταν εκεί». Αν κάτι αποτύχει, προσθέτει, «όλοι πρέπει να σκεφτούν τι έπρεπε να κάνω για να το βελτιώσω, αντί να τρέχω και να πω ότι όλοι οι άλλοι έκαναν τα λάθη».
Σχετικά με το ακανθώδες ζήτημα της κατάργησης του ισχύοντος συστήματος εγγυήσεων, όπως οριζόταν στις Συνθήκες του 1960, οι οποίες εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία, ο κ. Άιντε ανέφερε ότι τα πράγματα κινούνταν προς μια «σημαντική πρόοδο (breakthrough) στις εγγυήσεις, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα εκκρεμή ζητήματα για τα στρατεύματα». «Μεταξύ της ρήτρας “λήξη της ισχύος” και της αναθεώρησής της διαχρονικά, δεν είχαμε ακόμα την τελική συμφωνία», είπε.
Δήλωσε επίσης ότι υπήρχαν κάποια «πολύ σημαντικά και πολύ εποικοδομητικά ανοίγματα από την ελληνοκυπριακή πλευρά και τον κ. Αναστασιάδη στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, τα οποία παρουσιάστηκαν εντός του πλαισίου να ικανοποιείτο κι αυτός σε άλλα θέματα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, είπε ότι στο πολύωρο δείπνο της 6ης Ιουλίου, που συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, «όλοι στο δωμάτιο καταλάβαιναν ότι αυτό δεν οδηγούσε κάπου. Υπήρχε επιδείνωση της εμπιστοσύνης … Το κλίμα, ο τόνος, ο τρόπος που μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους και για τους άλλους, δεν ταίριαζε σε ανθρώπους που επρόκειτο να ενωθούν».
O κ. Άιντε αναφέρθηκε σε μία συμφωνία πακέτο και μίλησε για έξι στρατηγικά θέματα που αφορούσαν την αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγυήσεων από έναν μηχανισμό εφαρμογής, το μέλλον των στρατευμάτων, την εκ περιτροπής προεδρία, το μέλλον μιας «ιδιαίτερης τοποθεσίας» -όπως το περιγράφει, εννοώντας τη Μόρφου- το καθεστώς του περιουσιακού και την ισοδύναμη ή ειδική μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων.
«Αν είχαμε απαντήσει αυτά τα ερωτήματα, θα μπορούσαμε να είμαστε πέραν από το σημείο μη επιστροφής», παραδέχτηκε.