«Ο Γκοντάρ κατέφυγε σε νόμιμη υποβοηθούμενη ευθανασία στην Ελβετία λόγω ‘πολλαπλών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν αναπηρία’, σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής γνωμάτευσης», εξήγησε ο Πατρίκ Ζανερέτ, επιβεβαιώνοντας μια πληροφορία που δημοσίευσε η εφημερίδα Liberation.
«Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος», ανέφερε στην εφημερίδα ένα πρόσωπο που πρόσκειται στην οικογένεια αλλά δεν κατονομάζεται. «Πήρε λοιπόν την απόφαση να τελειώνει. Ήταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό για αυτόν να γίνει γνωστό», πρόσθεσε.
Στην Ελβετία υπάρχουν διάφορες μορφές ευθανασίας, όπως η παθητική και η υποβοηθούμενη. Η γνωστότερη είναι η υποβοηθούμενη, η οποία επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Θεωρητικά, εκείνος που «ωθούμενος από εγωιστικά κίνητρα» παρέχει βοήθεια σε άλλον για να βάλει τέλος στη ζωή του –για παράδειγμα, δίνοντάς του μια θανατηφόρα ουσία– τιμωρείται με φυλάκιση πέντε ετών. Ωστόσο, οργανώσεις όπως η Exit παρέχουν βοήθεια στο πλαίσιο του νόμου, χωρίς να μπορεί να τους καταλογιστεί «εγωιστικό κίνητρο».
Οι υποβοηθούμενες αυτοκτονίες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελβετία, από 187 το 2003 σε 965 το 2015, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας. Μειώθηκαν ελαφρά το 2016, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκαν και πάλι.
Το 2014, στο περιθώριο του Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ ρωτήθηκε από δημοσιογράφο της δημόσιας ελβετικής ραδιοτηλεόρασης (RTS) αν θα σκεφτόταν ποτέ να καταφύγει στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία στην Ελβετία. Η απάντηση ήταν καταφατική: «Ναι, αλλά προς το παρόν» αυτός ο θάνατος κατ’ επιλογή «είναι ακόμη πολύ δύσκολος», δήλωσε τότε.
Ο Γκοντάρ υπήρξε σημαίνων εκπρόσωπος του λεγόμενου «Γαλλικού Νέου Κύματος» (nouvelle vague), που έφερε επανάσταση στον κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και «άνθισε» τη δεκαετία του ’60. Ο Γκοντάρ άφησε το δικό του στίγμα στη δεκαετία του 1960 με μια σειρά όλο και πιο πολιτικοποιημένων ταινιών, ενώ είχε απολαύσει μια απίθανη αναβίωση της καριέρας του τα τελευταία χρόνια, με ταινίες όπως το «Film Socialisme» και το «Αντίο στη Γλώσσα», όπου πειραματιζόταν με την ψηφιακή τεχνολογία.
Γεννημένος στο Παρίσι το 1930, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ μεγάλωσε και πήγε σχολείο στη Νιόν, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης στην Ελβετία.
Τελειώνοντας το σχολείο το 1949, ο Γκοντάρ επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έγινε γρήγορα βασικό μέλος στα λεγόμενα «κινηματογραφικά κλαμπ» που άκμασαν στη γαλλική πρωτεύουσα μετά τον πόλεμο και έγιναν το «χωνευτήρι» του γαλλικού νέου κύματος. Έχοντας γνωρίσει τους κριτικούς André Bazin και τους μελλοντικούς συναδέλφους σκηνοθέτες François Truffaut, Claude Chabrol και Jacques Rivette, ο Γκοντάρ άρχισε να γράφει για κινηματογραφικά περιοδικά όπως το θρυλικό «Cahiers du Cinema».
Ως σκηνοθέτης, ο Γκοντάρ ξεκίνησε να πειραματίζεται δημιουργώντας αρχικά ταινίες μικρού μήκους, όπως το «Charlotte e Véronique» και το «All the Boys Are Named Patrick» (1957), στις οποίες εντοπίζονται κάποια πρώτα δείγματα της χαρακτηριστικής κινηματογραφικής του «γλώσσας». Το 1959 γύρισε στο Παρίσι την μεγάλου μήκους ταινία «Με κομμένη την ανάσα», που θα αναδείκνυε τον Ζαν Πολ Μπελμοντό σε αστέρα του κινηματογράφου και θα προσέφερε στον σκηνοθέτη της το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
«Η Γη της ελιάς - spoiler»: Νέα απόπειρα δολοφονίας στην Μάνη - Ποιο θα είναι το θύμα;
Ο Γκοντάρ συνέχισε να κάνει μια σειρά από σημαντικές ταινίες τη δεκαετία του 1960. Η επόμενη ταινία του, «Le Petit Soldat», ήταν η ταινία στην οποία ο Γκοντάρ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, Άννα Καρίνα, και στην οποία παρουσίασε την πιο διάσημη ατάκα του, ότι «Σινεμά είναι αλήθεια στα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο».
Άλλα λαμπρά του στιγμιότυπα περιελάμβαναν το «Une femme est une femme», ένα φόρο τιμής στα μιούζικαλ του Χόλιγουντ, με πρωταγωνιστές ξανά την Καρίνα και τον Μπελμοντό. Η ταινία απέσπασε πολλά βραβεία στο Βερολινό. Σημαντικό έργο του εκείνης της περιόδου υπήρξε η ταινία «Le Mepris», με τους Μισέλ Πικολί, Μπριζίτ Μπαρντό, Τζακ Πάλανς και Φριτς Λανγκ και το «Alphaville», ένα φιλμ νουάρ με έντονα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας.
Μέχρι το 1965 ο γάμος του Γκοντάρ με την Καρίνα είχε καταλήξει σε διαζύγιο. Η τελευταία τους ταινία μαζί ήταν το «Made in USA». Το 1970, ο Γκοντάρ θα συναντήσει την κινηματογραφίστρια Anne-Marie Miéville, η οποία θα γίνει τακτική συνεργάτιδα και αργότερα σύντροφος του σκηνοθέτη μετά την κατάρρευση του δεύτερου γάμου του, με την Anne Wiazemsky, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Γκοντάρ για το φοιτητικό κίνημα, με τίτλο «La Chinoise» (1967).
Συνεχίζοντας την καριέρα του με λιγότερο έντονους ρυθμούς και μικρότερες επιτυχίες κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο Γκοντάρ θα κάνει μια δυναμικότερη «επιστροφή» το 2001 με την ταινία «Éloge de l’amour» που θα επιλεγεί από το Φεστιβάλ των Καννών. Το 2010, θα σκηνοθετήσει το «Film Socialisme» και θα λάβει ένα τιμητικό Όσκαρ για «Το πάθος. Την αντιπαράθεση. Για ένα νέο είδος κινηματογράφου», όπως έγραφε πάνω του το βραβείο.
Το 2014, ο Γκοντάρ θα κερδίσει στα 83 του χρόνια το βραβείο της κριτικής επιτροπής των Καννών για το «Αντίο στη Γλώσσα» ενώ το 2018, οι Κάννες θα τον τιμήσουν ξανά με τον «ειδικό Χρυσό Φοίνικα» για μια από τις τελευταίες του ταινίες, το «Image Book».
Ειδήσεις σήμερα
Συντάξεις: Ετήσιες αυξήσεις έως 1.872 ευρώ για 700.000 συνταξιούχους [πίνακες & παραδείγματα]
Ενοίκια: Πως διαμορφώνεται ο χάρτης των ενοικίων [αναλυτικοί πίνακες]
Ποιοι συνταξιούχοι θα πάρουν τον μποναμά των 250 ευρώ