Γράφει ο Βαγγέλης Λημνιώτης
Στο νέο τεύχος του ET Magazine στο EleftherosTypos.gr βλέπουμε πως ο «χλωμός/φλώρος» Βρετανός που αναφέρει ο τίτλος, δεν είναι μειωτικοί χαρακτηρισμοί. Είναι απλώς χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε αυτό που βλέπουμε. Μετά την επικράτηση των ανδρών με κοιλίτσα και χιούμορ έναντι των σμιλεμένων κοιλιακών, τώρα έρχεται μια νέα κατηγορία να διεκδικήσει τον δικό της χώρο. Να πάρει μερίδιο στην πίτα της εκτίμησης.
Πρόκειται για εκείνον τον Βρετανό με χλωμό πρόσωπο. Λευκός, αλλά με μια λευκότητα συνώνυμη της αιδούς, της ευγένειας, της κατά κάποιο τρόπο δειλίας. Είναι ο Βρετανός που κάποιος δήθεν ματσό θα αποκαλούσε φλώρο. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι φλώρος. Αντιμετωπίζει πρόβλημα σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ζει στα κόμικς του, στα βιβλία του, βαθιά στην λεγόμενη comfort zone. Το Netflix εισβάλλει στα άδυτα του και φωτίζει τον κόσμο του.
Για όλους έρχεται η στιγμή που οι περιστάσεις μας έλκουν με μεγάλη δύναμη έξω από την περιοχή του modus operandi μας. Που μας ρίχνουν στα βαθιά χωρίς μπρατσάκια. Για τον χλωμό Βρετανό αυτό δεν συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά. Ίσως και να του τυχαίνει μια-δυο φορές. Μία αν καταφέρει να κολυμπήσει, δύο αν απογοητευτεί από την πρώτη και παρασυρθεί παρά τη θέληση του στη δεύτερη.
Αν όμως αυτές οι δύο αποτύχουν, τότε δεν πρόκειται να υποκύψει ποτέ ξανά σε αυτή την έλξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι η σειρά The End of The Fucking World. Ο Άλεξ Λόθερ τα έχει όλα. Τις φακίδες, αυτή την υπερβολική λευκότητα που σε κάνε να πιστεύεις ότι μια ακτίνα ήλιου αρκεί για να τον κάψει, το εντελώς ατιμέλητο μαλλί και το βλέμμα που φωνάζει «πάντοτε θα φεύγω». Κι ο χαρακτήρας του στη σειρά άλλωστε είναι της φυγής. Το φινάλε το αποδεικνύει.
Στην ουσία το Netflix δεν επιλέγει με πρώτο κριτήριο την ικανότητα του ηθοποιού για τον ρόλο. Επιλέγει με κριτήριο την οικειότητα και το στοιχείο της ταύτισης που βγάζει σε έναν φιμωμένο τόσα χρόνια μέσο όρο. Σίγουρα όλοι θα θέλαμε να είμαστε Καλ Ντρόγκο, Χάρβι Σπέκτορ κτλ, αλλά μας είναι πιο βολικό και πιο… προστατευτικό να είμαστε ο Ότις από το Sex Education.
Ο Άσα Μπάτερφιλντ είναι ακόμα μια ενδεικτική περίπτωση. Ατσούμπαλος στις επαφές του με τον έξω κόσμο, ιδίως με τα κορίτσια, ο Ότις επιλέγει να κάνει παρέα με έναν γκέι επειδή βρίσκει την ταύτιση στην μοναξιά. Νιώθει ότι αυτός θα δεχτεί τις παραξενιές του και την τρωτότητα του, επειδή ψάχνει ακριβώς αυτό. Παλεύει με την σεξουαλικότητα του, αλλά δεν αισθάνεται άνετα. Το κάνει περισσότερο από κοινωνική πίεση, παρά γιατί πραγματικά το θέλει. Αρνείται με λίγα λόγια να παρατήσει το κουκούλι της παιδικής του ηλικίας και να περάσει στην εφηβεία και ακόμα περισσότερο στην μετεφηβεία.
Διαβάστε εδώ όλα τα θέματα του ET Magazine
Με λίγα λόγια, το σενάριο στις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, δεν φτιάχνεται εξ αρχής και μετά αναζητά αυτόν που θα κουμπώσει. Στήνεται σε μια γενική ιδέα και μετά παραλλάσσεται αδιαλείπτως μέχρι να συναντηθεί στη μέση ή και προς τη μεριά του ηθοποιού.
Κι επειδή με δύο δείγματα δεν δημιουργείται κανόνας παρά μια ένδειξη, μια προσέγγιση, άλλη μια παραγωγή του Netflix που αφορά τον χλωμό Βρετανό, είναι το Bandersnatch. Αυτό το πρωτοποριακό πρότζεκτ του Black Mirror. Ο Φιν Γουάιτχεντ δεν έχει το μαλλί Head & Shoulders και ένα γραμμωμένο κορμί. Δεν απομονώνεται ή περιθωριοποιείται από μόνος του για να βγάλει ένα μυστήριο και να γοητεύσει.
Επιλέγει κι αυτός να είναι υποχείριο, αφήνεται στον άνεμο και αρνείται πεισματικά να πάρει τα ηνία στα χέρια του. Οι ευθύνες τον τρομάζουν. Αντιστέκεται στις κοινωνικές νόρμες της εξέλιξης του ανθρώπου. Όχι γιατί είναι αντιρρησίας συνείδησης. Αλλά γιατί τρομοκρατείται μέσα σε αυτές τις λογικές.
Σε συσχετισμό με την όμορφη διαφορετικότητα των παιδιών του Stranger Things και με την αντίστοιχη τετράδα του Big Bang Theory, έχουμε ένα πολύ δυναμικό πόλο στο τοπίο των προτύπων που αναπόφευκτα δημιουργούνται στη σημερινή εποχή.
Κάπως έτσι έχουμε την άνοδο ενός προτύπου αγοριού που μπορεί να αποδειχθεί πιο σωτήριο, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, για τους πιτσιρικάδες που βρίσκονται στο ίδιο σημείο ηλικιακά. Ή και γι΄αυτούς που έχουν περάσει αυτό το στάδιο και ακόμα μοχθούν για να ικανοποιήσουν τον κοινωνικό ταγό που λέγεται «ματσοσύνη».
Με αυτή την ανάδειξη, εξέρχονται της comfort zone όντες ακόμα μέσα σε αυτήν. Ελαχιστοποιούν τους κινδύνους και δεν καταβάλλονται από τον φόβο της έκθεσης. Αποδέχονται τη συνείδηση της αλήθειας τους και πορεύονται προς την δική τους ωριμότητα.