Το γεγονός, άλλωστε, ότι η εταιρία κατάφερε -σε σύντομο χρονικό διάστημα και δη χωρίς έξοδα για marketing- να «χτίσει» στη χώρα ένα πελατολόγιο με περισσότερους από 60.000 χρήστες κάθε άλλο παρά απαρατήρητο περνά από τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη, που δραστηριοποιούνται ενεργά τα τελευταία χρόνια στο κομμάτι του digital transformation.
Χωρίς κόπο και κόστος
«Το ατού μας έγκειται στις παροχές μας. Μέσω της εφαρμογής οι χρήστες μπορούν μέσα σε μόλις δύο λεπτά να ανοίξουν τρεχούμενο λογαριασμό, χωρίς να επιβάλλεται η παρουσία τους σε κάποιο φυσικό κατάστημα, να συναλλάσσονται σε 150 νομίσματα, ενώ απαλλάσσονται από κρυφές χρεώσεις, όπως αυτές στη φόρτιση του λογαριασμού ή της κάρτας και στη μετατροπή συναλλάγματος, εξοικονομώντας περί τα 300 ευρώ ετησίως», εξηγεί στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο country manager της Revolut, Δημήτρης Λιτσικάκης, για να προσθέσει: «Εάν, για παράδειγμα, θέλει ένας γονιός να στείλει έμβασμα 1.000 ευρώ στο παιδί του που σπουδάζει στο Λονδίνο, οι παραδοσιακές τράπεζες, δεδομένου ότι “παίζουν” με spreads αγοράς και πώλησης, θα κρατήσουν προμήθεια, η οποία ενδέχεται να ανέλθει ακόμη και στο 6%. Στη Revolut δεν υπάρχει καμία χρέωση».
Τα… καπέλα
Το επίμαχο ζήτημα είχε απασχολήσει παλαιότερα και την ΕΚΠΟΙΖΩ, η οποία με εξώδικη διαμαρτυρία της ζητούσε από τις τράπεζες να ανακαλέσουν τις δυσανάλογα υψηλές προμήθειες με τις οποίες επιβαρύνουν τους καταναλωτές. «Αυτές ξεκινούν από οκτώ ευρώ για καταθέσεις εμβασμάτων στο κατάστημα και από τρία ευρώ για μεταφορά μέσω internet banking εισερχόμενων εμβασμάτων, ενώ αυξάνονται αναλογικά με το ύψος της πραγματοποιούμενης συναλλαγής.
Το πρόβλημα, δε, είναι ακόμα εντονότερο για μικρά ποσά συναλλαγής, όπου το κόστος της χρέωσης είναι δυσανάλογο με την αξία», τονίζει η γενική διευθύντρια της Ενωσης, Παναγιώτα Καλαποθαράκου, και προσθέτει: «Βάσει του Κανονισμού 751/2015 της Ε.Ε. προβλέπεται η μείωση του κόστους της χρήσης των χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ανώτατη προμήθεια (πλαφόν) στις συναλλαγές με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, που προσδιορίζεται σε ποσοστό 0,3% και 0,2% αντίστοιχα. Δεδομένου ότι οι αντίστοιχες τραπεζικές προμήθειες, που επιβάλλονται σήμερα στις επιχειρήσεις, υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια, τίθεται ζήτημα άμεσης συμμόρφωσης και των ελληνικών τραπεζών στο συγκεκριμένο Κανονισμό».
«Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες έχουν επωφεληθεί για χρόνια με ατελείωτες αμοιβές και ανεπαρκή τεχνολογία. Η Revolut είναι εδώ για να τερματίσει το… πάρτι και να προσφέρει στην Ελλάδα μία καθημερινή, καινοτόμο τραπεζική εναλλακτική λύση», σημειώνει, από την πλευρά του, ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Revolut, Nikolay Storonsky.
Στόχος της ομάδας, άλλωστε, είναι η αύξηση του αριθμού των Ελλήνων χρηστών που επιλέγουν τη Revolut για τις καθημερινές τους συναλλαγές, φθάνοντας τους 150.000 έως τα τέλη του 2018, ενώ στα… προσεχώς συγκαταλέγεται και η παροχή δανείων, με την εταιρία να έχει ήδη καταθέσει αίτημα για τραπεζική άδεια. Επισημαίνεται ότι η Revolut προσφέρει τη δυνατότητα δανειοδότησης στην Αγγλία, και μάλιστα με ανταγωνιστικά επιτόκια, που κυμαίνονται κάτω του 10%.
Η πορεία
Από την έναρξη της λειτουργίας της τον Ιούλιο του 2015, η καινοτόμος fintech έχει προσελκύσει πάνω από 1.700.000 χρήστες και έχει επεξεργαστεί περισσότερα από 10 δισ. δολάρια σε συναλλαγές. Μέχρι στιγμής έχει αντλήσει κεφάλαια ύψους 90 εκατ. δολαρίων, από επενδυτές, όπως τα Index Ventures, Ribbit Capital και Balderton Capital.
Εκτός από την αναδιαμόρφωση των παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έχει θέσει την τεχνολογία στην καρδιά των υπηρεσιών της, με άμεσες ειδοποιήσεις δαπανών, βελτιωμένες αναλύσεις, κατηγοριοποίηση δαπανών, εργαλεία προϋπολογισμού και ισχυρά μέτρα ασφαλείας, όπως η δυνατότητα μπλοκαρίσματος της κάρτας και ενεργοποίησης της ασφάλειας βάσει τοποθεσίας (location-based security).
Χείρα φιλίας από τράπεζες στις fintech
Περισσότερες από 15.000 είναι οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο κομμάτι του financial technology (fintech), συγκεντρώνοντας τεράστια ποσά επενδύσεων κάθε χρόνο.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από έκθεση της PwC, με τίτλο «Redrawing the lines: Fintechs growing influence on Financial Services», η πλειονότητα των παγκόσμιων τραπεζών, των ασφαλιστικών οργανισμών και των διαχειριστών επενδύσεων προτίθεται, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, να ενισχύσει τις συμπράξεις μαζί τους. Βασικός παράγοντας που ωθεί τράπεζες και εταιρίες fintech να δώσουν τα χέρια είναι ο φόβος από πλευράς των πρώτων ότι τα έσοδα κινδυνεύουν από τη δράση των δεύτερων. Ειδικότερα, το 88% των τραπεζιτών θεωρεί ότι συνιστούν πραγματική απειλή, έναντι ποσοστού 83% το 2016.
Να υποστηρίξουν τις fintech εταιρίες μέσω incubators ή χρηματοδότησης επιλέγουν με τη σειρά τους και τα εγχώρια ιδρύματα, σύμφωνα με έρευνα, που παρουσίασε στο πλαίσιο του 5ου Digital Banking Forum ο γενικός διευθυντής λειτουργικής στήριξης τράπεζας και Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, κ. Νίκος Χριστοδούλου.
«Οι δεινόσαυροι δεν προέβλεψαν το τέλος τους», ανέφερε χαρακτηριστικά, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι τράπεζες οφείλουν να ακολουθήσουν την τεχνολογία, εάν δεν θέλουν να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για απώλεια εσόδων 20% – 30% σε βάθος πενταετίας.
Μπείτε εδώ για να αποκτήσετε δωρεάν τις κάρτες Revolut
Αγγελική Βελεσιώτη
[email protected]
Από το ένθετο Οικονομία στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]