Ας ξεκινήσουμε από την αξιωματική αντιπολίτευση, που αισθάνεται διπλή πίεση από κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ, ενώ αντιμετωπίζει εσωκομματικά ζητήματα.
Ο κ. Τσίπρας, στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε να οχυρωθεί εν όψει της επόμενης ημέρας, αφήνοντας στην άκρη τα περί διεύρυνσης ή, ακόμα περισσότερο, τα περί «προοδευτικής διακυβέρνησης». Γνωρίζει ότι στις επόμενες εθνικές εκλογές θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και για το λόγο αυτό θέλησε να θέσει υπό πλήρη έλεγχο τα κομματικά όργανα ώστε να μπορεί να διαχειριστεί το αποτέλεσμα της κάλπης. Μάλιστα, μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα στο Real fm, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά έκλεισε τα σενάρια που διακινούνταν από την Κουμουνδούρου, σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση μειοψηφίας βασισμένη σε μία προγραμματική συμφωνία με τα μικρότερα κόμματα, ακόμη κι αν η Νέα Δημοκρατία έρθει πρώτη στην κάλπη της απλής αναλογικής.
«Η πολιτική αλλαγή μπορεί να υπάρξει μόνο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει πρώτο κόμμα, να είμαι ξεκάθαρος και σε ό,τι αφορά το πρακτικό κομμάτι, το οποίο είναι το πιο ουσιαστικό γιατί δεν βγαίνουν τα κουκιά, αλλά και γιατί το πολιτικά ηθικό είναι αυτό», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Το πρόβλημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ηθικό, διαπιστώσαμε όλοι με ποιο τρόπο κέρδισε τις εκλογές του 2015 και με ποιους συμμάχησε για να κυβερνήσει, αλλά αποκλειστικά αριθμητικό. Ο σχηματισμός κυβέρνησης περνά αποκλειστικά από το πρώτο κόμμα, που σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, θα είναι η Νέα Δημοκρατία και με σημαντική διαφορά.
Για αυτό έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο «γαλάζιο» Συνέδριο έθεσε ξανά στην κορυφή της ατζέντας το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης και όχι συνεργασίας. Η πολιτική συγκυρία, παρά τις δυσκολίες στην καθημερινότητα των πολιτών με τον υψηλό πληθωρισμό και την έκρηξη της ενεργειακής κρίσης, δείχνει ότι η Νέα Δημοκρατία ανακτά ξανά την πρωτοβουλία των κινήσεων και διευρύνει το προβάδισμά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως, η στρατηγική Μητσοτάκη μέχρι τις κάλπες θα βασίζεται στο δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία», σε μία περίοδο κατά την οποία η χώρα έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες προκλήσεις.
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, έχει ενδιαφέρον ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει στην αυτόνομη πορεία του ΠΑΣΟΚ, λέγοντας ότι δεν επιθυμεί συνεργασία ούτε με τη Νέα Δημοκρατία ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή αυτή εξυπηρετεί κατά βάση τη Νέα Δημοκρατία, που θα μπορέσει να θέσει με ακόμα πιο πειστικό τρόπο το διακύβευμα της επόμενης μέρας το οποίο θα προκύψει μετά τις πρώτες κάλπες. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει όλο το χρόνο μπροστά του προκειμένου να αλλάξει τις ισορροπίες στο χώρο της Κεντροαριστεράς και να συγκεντρώσει στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τις επόμενες κάλπες, ο πήχης που έθεσε είναι πολύ υψηλός για τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, η στρατηγική του περιέχει ένα δομικό μειονέκτημα, σκοντάφτει στην πραγματικότητα. Ο Μητσοτάκης θα παλέψει για την αυτοδυναμία, ενώ ο Ανδρουλάκης για να μειώσει την ψαλίδα με τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να έχει έναν ρυθμιστικό ρόλο στο χώρο της Κεντροαριστεράς την επόμενη μέρα της κάλπης. Το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε!