Η τάση επιμήκυνσης του χρόνου δουλειάς -κατά κανόνα σε επισφαλείς, χαοτικές και εξοντωτικές εργασιακές συνθήκες- είναι το ιερό δισκοπότηρο πολλών οικονομολόγων στην Ευρώπη. Οι οποίοι, ας μη το ξεχνάμε, δεν σκάβουν κιόλας στα γραφεία τους όταν συντάσσουν περισπούδαστες μελέτες για τους υπόλοιπους, ακόμη κι αν έχουν καβατζάρει τα 70.
Αλλο όμως να είσαι καλοπληρωμένος αναλυτής με πανεπιστημιακούς τίτλους και πολλές πηγές εσόδων κι άλλο πωλητής σε κατάστημα ή εργάτης, διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής σου. Καλοσύνη του, λοιπόν, του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, που δήλωσε πρόσφατα, ότι «πέντε δεκαετίες δουλειάς αρκούν, κι αν κάποιος θέλει να εργαστεί περισσότερο θα πρέπει να το κάνει μόνο επειδή το θέλει».
Ο Σολτς είχε κατά νου ότι πολλοί Γερμανοί αρχίζουν να κολλάνε ένσημα από τα 17, οπότε το όριο πλήρους συνταξιοδότησης των 67 χρόνων, που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση για τους γεννημένους μετά το 1964, έχει κάποια λογική. Για τους μεγαλύτερους ισχύει το παλιό όριο των 65 χρόνων.
Καθώς αυτά φαίνονται λίγα στους «σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης, μία εξ αυτών ανέλαβε το διπλό ρόλο του «λαγού» και του «κακού μπάτσου».
Η Βερόνικα Γκριμ πέταξε την ιδέα να αυξηθεί το όριο και πέρα από τα 67, συμβαδίζοντας με την άνοδο του προσδόκιμου ζωής και καλύπτοντας τα μεγάλα κενά που εμφανίζονται στη Γερμανία, όχι μόνο στον ιδιωτικό, αλλά και στον δημόσιο τομέα. (Την Κυριακή η «Bild» έγραψε ότι στο γερμανικό δημόσιο υπάρχουν αυτή τη στιγμή 360.000 κενά, που θα φτάσουν τα 840.000 το 2030, αν δεν γίνουν πολλές προσλήψεις).
Προσώρας η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση της Γκριμ. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι ο αλήστου μνήμης Σόιμπλε ήταν ο πρώτος που είχε προτείνει σύνταξη στα 70.