Ας κάνουμε ένα άτυπο γκάλοπ στον κοινωνικό μας περίγυρο. Πόσοι γνωρίζουν το έργο της Δέσποινας Γερουλάνου και πόσοι το έργο του Αλέξη Γεωργούλη; Δεν είναι ελιτίστικο το ερώτημα, είναι ρεαλιστικό.
Ετσι συνέβαινε πάντοτε άλλωστε σε όλες τις κοινωνίες. Υπάρχουν οι λαϊκές, δημοφιλείς προσωπικότητες που προέρχονται από πιο εμπορικά και καθόλα σεβαστά είδη της τέχνης και υπάρχουν και οι πιο αθόρυβες πολιτιστικές υπάρξεις, εκείνες που όσο περισσότερο απομακρύνονται από τα φώτα τόσο μεγαλώνει η σκιά τους.
Μία τέτοια προσωπικότητα ήταν η Δέσποινα Γερουλάνου, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη, ημέρα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Κόρη του Μαρίνου Γερουλάνου και της Αιμιλίας Καλλιγά, δισέγγονη του Αντώνη Μπενάκη, μεγάλωσε μέσα στο μουσείο με δύο γιαγιάδες, τη φοβερή μαγείρισσα Γερουλάνου και τη χειραφετημένη Καλλιγά. Ενα μουσείο που είχε, φαίνεται, στην άγραφη παρακαταθήκη του ιδρυτή του να κυβερνιέται από φωτεινούς, όμορφους ανθρώπους, όπως ο Αγγελος Δεληβοριάς.
Εκείνη, πάντως, ταξίδεψε και πειραματίστηκε πολύ πριν επιστρέψει στη γενέθλια γη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Κάρολος Κουν, πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και κοσμημάτων, έπαιξε στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ανέλαβε το πρώτο Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη, επιμελήθηκε εκθέσεις, ανέδειξε νέους Ελληνες δημιουργούς.
Η ζωή της είχε τα πάντα σε μεγάλες, ακανόνιστες δόσεις χαράς και λύπης. Οταν βίωσε την άφατη οδύνη του θανάτου του πρώτου της παιδιού, της προτάθηκε να αναλάβει την αναδιοργάνωση του Πωλητηρίου του Μουσείου Μπενάκη. Ξεκίνησε ως βοηθός και κατέληξε να είναι κομμάτι της ψυχής του, διοχετεύοντας εκεί όλη την ενέργεια και το πάθος της, ενώ η προσωπική της ευτυχία ολοκληρώθηκε με την υιοθέτηση δύο παιδιών, του Σωτήρη και της Αιμιλίας.
Το 2018, χάνει τον πατέρα της, Μαρίνο Γερουλάνο, και ένα χρόνο αργότερα τον αγαπημένο της σύντροφο, Ανδρέα. Τότε ήρθε η άλλη μεγάλη πρόκληση, που έμελλε να είναι και η τελευταία της. Ανέλαβε πρόεδρος στο Δ.Σ. της «Ελευσίνα 2023 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», στο πλάι του Μιχαήλ Μαρμαρινού. «Αν έχω συμβάλει σε κάτι, είναι στο να διαμορφωθεί ένα καλό κλίμα, γιατί δεν αντέχω να δουλεύω σε ένα μέρος τοξικό, θέλω να δουλεύω με κανονικούς ανθρώπους», περιέγραφε στην έντυπη «Lifo» λίγο πριν το τέλος. Και εκεί, σαν η ζωή να της το χρωστούσε, κατέκτησε μια ανέλπιστη ηρεμία.
«Περιέργως συμφιλιώθηκα και με το θάνατο. Οι μύθοι με το πηγαινέλα στον Κάτω Κόσμο, η συνύπαρξη των νεκρών εργοστασίων και καραβιών με ζωντανούς φορείς, ο αρχαιολογικός χώρος που κυριαρχεί, που μετά τη μύηση δεν φοβόσουν πια το θάνατο, ξαφνικά σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι ο θάνατος σού είναι κάτι πολύ οικείο. Μεγάλο κέρδος».