Γράφει ο Γιάννης Τσαπρούνης*
Το κλίμα ήταν τόσο «επαναστατικό». Τι θα παίρναμε πετρέλαιο, τι θα ανταλλάσσαμε αγροτικά προϊόντα. Σιγά σιγά θα γινόμασταν η πρώτη λατινο-σοσιαλιστική Δημοκρατία σε ευρωπαϊκό έδαφος.
ΕΤΡΕΧΑ, τότε, έξω από την πρεσβεία της Γερμανίας και φώναζα «γκόου μπακ, μάνταμ Μέρκελ». Ετρεχα και έξω από την αμερικανική πρεσβεία και φώναζα το καλτ σύνθημα «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι». Είχα ακούσει τον πρωθυπουργό που έλεγε πως με το σχέδιό του θα αλλάξει την Ευρώπη, πως το Μνημόνιο είναι νεκρό, πως η λιτότητα made in Berlin τελείωσε και πως μπορεί ακόμα να βγούμε και από το ΝΑΤΟ. Στον αγώνα δεν ήμασταν μόνοι. Είχαμε στο πλάι μας τους συντρόφους τον Podemos, τον Μελανσόν, τον Γκρίλο, το Die Linke, την Κίνα, τη Βραζιλία. Γέμισα το μπαλκόνι ένα σωρό «επαναστατικές» σημαίες.
ΚΑΠΟΥ εκεί στην άνοιξη του 2015. Εγινε ένας χαμός. Η κυβέρνηση είχε πετύχει ένα ενεργειακό super deal με τον Πούτιν. Πλακώνονταν και δύο φιλοκυβερνητικές εφημερίδες μεταξύ τους για το ποια το αποκάλυψε πρώτη. Οι Ρώσοι θα μας έδιναν «μπροστάντζα» πέντε δισεκατομμύρια ευρώ. Σκέφτηκα πως με αυτά τα χρήματα τουλάχιστον θα έχουμε κρέας και γάλα για κανά δυό χρόνια αν τολμήσει και μας τσαμπουκαλευτεί η συντηρητική νομενκλατούρα της Ευρώπης.
ΣΥΣΣΩΜΗ η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης πήγε στη Ρωσία. Οταν άκουσα τον πρωθυπουργό, έχοντας στο πλάι του τον Πούτιν, να λέει ότι η Ελλάδα μπορεί «να βρει νέα ασφαλή λιμάνια», ένιωσα πλέον μια σιγουριά ότι δεν κινδυνεύουμε. Εβαλα στο μπαλκόνι τη σημαία της Ρωσίας και μάλιστα την «παλιά», τη σοβιετική, για να ταιριάζει με όσα έλεγε ο τότε υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης(!) του Αλέξη Τσίπρα.
ΞΑΦΝΙΚΑ, όμως, ήρθαν τα πάνω- κάτω. Και από εκεί που πανηγυρίζαμε για το θρίαμβο του «όχι» και την ήττα των δυναστών/δανειστών μας, ήρθε ένας άλλος θρίαμβος: ο πρωθυπουργός τον βάφτισε «έντιμο συμβιβασμό», η τσέπη μου τον κατάλαβε ως το τρίτο και βαρύτερο Μνημόνιο.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
ΟΛΑ έγιναν αλλιώς. Δεν προλάβαινα να αλλάζω σημαίες στο μπαλκόνι. Εκρυβα στην ντουλάπα τις «επαναστατικές», σήκωνα τις «συστημικές». Ποιο Die Linke, ήταν η ώρα για αγκαλιές με τη Μέρκελ και για γερμανική σημαία. Πάει κι ο Μελανσόν, ήρθε πρώτα ο Ολάντ και μετά ο Μακρόν. Σήκωσα και γαλλική σημαία. Ποιος Γκρίλο και τα αστέρια του, ήταν η εποχή του Ρέντσι. Εβαλα και μια ιταλική. Και προς τιμήν αυτού του καλού παιδιού του Γερούν, σήκωσα και μια ολλανδική για να μην έχει παράπονο.
ΠΕΡΑΣΕ ο καιρός, πήγε ο πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον και από φαν του Ομπάμα γίναμε… τραμπικοί έως το μεδούλι. Κάτι τα F-16, κάτι το Σκοπιανό, κάτι τα «παιχνίδια» του πρέσβη. Και οι Ρώσοι από εκεί που θα μας έσωζαν, επιχείρησαν να «αποσταθεροποιήσουν» τη χώρα. Εμεινε ξεκρέμαστος και ο Ιβάν.
ΞΗΛΩΣΑ όλες τις σημαίες από το μπαλκόνι και άφησα μόνο δύο. Την αμερικανική, προς τιμήν του «κυβερνήτη» Πάιατ. Και τη βενεζουελάνικη, γιατί υπάρχουν ακόμα «ανοιχτοί λογαριασμοί» με το Καράκας. Τόσα ταξίδια έκαναν οι Παππάς – Αρτεμίου, τόσες βαλίτσες πήγαν πέρα δώθε. Ε, όλο και θα έχει μείνει κάποια… υποχρέωση.
ΥΓ.: Η μόνη σημαία που ντρεπόμαστε να βάλουμε στο μπαλκόνι είναι η ελληνική. Οι «προοδευτικοί» την έχουν εκχωρήσει εδώ και χρόνια στους χρυσαυγίτες!
*Ο Γιάννης Τσαπρούνης είναι διευθυντής σύνταξης του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]