Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Η τελευταία φορά που η Γαλλία ύψωσε το ανάστημά της στις ΗΠΑ ήταν με τους Σιράκ-Ντε Βιλπέν στο Ιράκ, το 2003. Οσοι διάβασαν προσεκτικά την ομιλία Μακρόν για διεθνή ζητήματα μετά την ορκωμοσία του, αντιλήφθηκαν ότι κάτι αλλάζει πάλι στη σχέση Παρισιού – Ουάσιγκτον: «Η Γαλλία δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με τη δεκαετία του ΄70, όταν μπορούσε να αρκείται στο ρόλο μίας μεσαίας δύναμης με ισχυρότερους προστάτες. Η Γαλλία πρέπει να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη. Είναι αναγκαιότητα!».
Η φράση εξηγεί τη δυναμική ανάμιξη Μακρόν στη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Σαουδική Αραβία), όπως και την προσπάθειά του να δείξει ότι δεν συμμετείχε στους βομβαρδισμούς της Συρίας σαν «σκυλάκι» των ΗΠΑ, αλλά προασπιζόμενος ίδια συμφέροντα. Εξ ου ο πατερναλιστικός (στα όρια της αλαζονείας…) ισχυρισμός του ότι «εκείνος έπεισε τον Τραμπ να μη φύγει από τη Συρία», οι καλές σχέσεις με τον Πούτιν και η γκρίνια στους Τούρκους για το Αφρίν.
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
Η ξεκάθαρη δήλωση Μακρόν στο Ευρωκοινοβούλιο, ότι θα συνδράμει την Ελλάδα σε περίπτωση επιβουλής στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (όπου η Τotal έχει μερίδιο στα κυπριακά κοιτάσματα) ήταν φυσικά καλοδεχούμενη. Το ότι οι Γάλλοι θέλουν να μας πουλήσουν φρεγάτες δεν σημαίνει και πολλά (όπλα πουλάνε και στην Τουρκία).
Το ότι τα συμφέροντά τους μπορεί να ταυτίζονται με τα δικά μας στην παρούσα συγκυρία είναι κάτι προς αξιοποίηση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία (πάλι, κυρίως, για δικούς της λόγους) θέλει ρήτρα ανάπτυξης στο ελληνικό χρέος και σημαντική ελάφρυνσή του.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]