Στις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία χάθηκαν περίπου 85.000 αιγοπρόβατα, που αντιστοιχούν στο 24% της συνολικής παραγωγής πρόβειου γάλακτος της χώρας. Αν και οι κτηνοτρόφοι αναφέρουν ότι οι ποσότητες γάλακτος που χάθηκαν δεν θα επηρεάσουν τη συνολική παραγωγή εκτιμώντας ότι θα αναπληρωθούν από άλλες περιοχές, οι γαλακτοβιομηχανίες αναφέρουν ότι ενδεχομένως να υπάρχει μια μικρή μείωση της τάξεως του 4%-5%.
Παράλληλα, οι αιγοπροβατοτρόφοι δηλώνουν «όμηροι» των βιομηχανιών, καθώς παρά το υψηλό κόστος παραγωγής οι μεταποιητές πίεσαν τους κτηνοτρόφους να ρίξουν τις τιμές του γάλακτος. «Μέχρι το 2022 οι συμφωνίες για το αιγοπρόβειο γάλα κλείνονταν τον Σεπτέμβριο, το 2023 οι βιομηχανίες έδιναν προκαταβολές με ανοιχτή τιμή», σημειώνει στον «Αγροτικό Τύπο» εκπρόσωπος του ΣΕΚ.
Ενώ πέρυσι η τιμή που λάμβαναν οι παραγωγοί ήταν στα 1,75-1,80 ευρώ το κιλό, φέτος κυμαίνεται από 1,4-1,5 ευρώ, όταν το κόστος παραγωγής για κάθε κιλό αιγοπρόβειου γάλακτος διαμορφώνεται στα 1,64 ευρώ. Μάλιστα, είναι πολύ κάτω από την «κόκκινη γραμμή» των 1,70 ευρώ που είχαν θέσει οι παραγωγοί. «Από την αρχή της γαλακτοκομικής περιόδου οι γαλακτοβιομηχανίες μιλούσαν για εξορθολογισμό των τιμών χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την πτώση της κατανάλωσης φέτας τόσο στην εγχώρια όσο και στις ξένες αγορές. Το γάλα το αγοράζουν φθηνότερα. Ομως η τιμή της φέτας, ειδικά της συσκευασμένης, φτάνει ακόμα και τα 16,5 ευρώ το κιλό. Για ποια μείωση μιλάνε;», αναφέρει χαρακτηριστικά αιγοπροβατοτρόφος από τη Θεσσαλία στον «Ε.Τ.». Η ίδια πηγή επισημαίνει ότι μια εύλογη τιμή πώλησης για τη φέτα, με κέρδος και στη βιομηχανία και στα σούπερ μάρκετ είναι 10,5-11 ευρώ το κιλό. «Πάνω από αυτό το όριο μιλάμε για κερδοσκοπία», υπογραμμίζει.
Η Ελλάδα παράγει 135.000 τόνους φέτας, εκ των οποίων το 60%-65%, δηλαδή περίπου 88.000 τόνοι εξάγονται σε άλλες χώρες φέρνοντας στα ταμεία της χώρας έσοδα ύψους 600 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το γεγονός ότι στο εξωτερικό η τιμή της ελληνικής φέτας φτάνει ακόμα και τα 19 ευρώ το κιλό, όπως για παράδειγμα στην Αυστραλία, στρέφει τους ξένους καταναλωτές σε φθηνότερα προϊόντα, κυρίως στα λευκά τυριά. Ετσι, οι εξαγωγές καταγράφουν μείωση της τάξεως του 5%, με εκπροσώπους των γαλακτοβιομηχανιών να δηλώνουν έτοιμες να επαναπροσδιορίσουν την εμπορική τους πολιτική ώστε να μη χάσουν μερίδια αγοράς.
«Η φέτα κινδυνεύει. Μπορεί τώρα κάποιοι έμποροι να κερδίζουν περισσότερα από το λευκό τυρί, ωστόσο μακροπρόθεσμα, αν δεν υπάρχει η φέτα, θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Είναι και δική μας ευθύνη να μην πουλάμε όσο όσο το γάλα μας, γιατί έτσι παίζουμε το παιχνίδι των μεταποιητών και των εμπόρων», αναφέρει κτηνοτρόφος από την Αχαΐα.
Από την πλευρά του, εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων αποδίδει τη μείωση των τιμών του γάλακτος ότι «οι τιμές έχουν κατέβει, διότι με 1,75 και 1,80 ευρώ το κιλό που αγοράζαμε πέρυσι το γάλα, δεν μπορούμε να παράξουμε ένα προϊόν που να είναι ανταγωνιστικό. Επιπλέον, οι τιμές των ζωοτροφών έχουν μειωθεί σημαντικά. Δεν πρέπει οι παραγωγοί να ρίξουν τις τιμές τους;». Χωρίς, ωστόσο, η μείωση της πρώτης ύλης για τις ίδιες τις γαλακτοβιομηχανίες να περνάει στα ράφια για τους καταναλωτές. Επιπλέον, επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του κλάδου είναι το κόστος παραγωγής και ιδιαίτερα στην αύξηση των τιμών των υλικών συσκευασίας κατά 100%. «Από τον παραγωγό μέχρι το ράφι μεσολαβούν πολλά στάδια που διαμορφώνουν εν τέλει την τιμή των γαλακτοκομικών προϊόντων. Οι τιμές είναι υψηλές, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι εκπτώσεις και οι προσφορές που γίνονται», προσθέτει η ίδια πηγή.
Ελεγχοι για νοθεία κι ελληνοποιήσεις
Στο μεταξύ, σαρωτικούς ελέγχους σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα τόσο για τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων όσο και για φαινόμενα νοθείας και ελληνοποιήσεων έχουν ξεκινήσει οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, δύο ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες έχουν εντοπιστεί να διακινούν νοθευμένη φέτα στη Γερμανία, θέτοντας σε κίνδυνο τη φήμη του ελληνικού τυριού.
Οι έλεγχοι γίνονται σε συγκεκριμένα σημεία της χώρας, όπως στα σημεία λιανικού εμπορίου, σε αλυσίδες super market, στις πύλες εισόδου της χώρας, σε βυτιοφόρα μεταφοράς γάλακτος και όπου αλλού απαιτηθεί, από μικτά κλιμάκια της Γενικής Διεύθυνσης Τροφίμων του ΥΠΑΑΤ, του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και του ΕΦΕΤ, με τη συνδρομή αστυνομικών, λιμενικών και δικαστικών αρχών, όπου κρίνεται αναγκαίο.
Οπως προκύπτει από στοιχεία που κατέθεσε πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός, Λευτέρης Αυγενάκης, απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στην ψηφιακή πλατφόρμα ΑΡΤΕΜΙΣ καταγράφονται ήδη όλες οι εισροές γάλακτος και όχι μόνο το νωπό γάλα (π.χ. συμπυκνωμένο, πρωτεΐνες κ.λπ.).
Σχετικά με τις ελληνοποιήσεις, ανέφερε ότι από το ιστορικό των παραβάσεων καθίσταται σαφές ότι δεν αφορούν μόνο στο γάλα. Κυρίως αφορούν:
- στην παρακολούθηση των ημι-έτοιμων ή έτοιμων προϊόντων που έρχονται στη χώρα, αλλάζουν «χέρια», ανασυσκευάζονται ενδεχομένως και τελικά διακινούνται «βαφτισμένα»,
- στη νοθεία της φέτας ή άλλων τυριών με αγελαδινό γάλα οποιασδήποτε μορφής, όπως συμπυκνωμένο ή σκόνη πρωτεϊνών,
- στην «ελληνοποίηση», εκτός από γάλα, και άλλων γαλακτοκομικών πρώτων υλών (όπως τυρομάζα «μπασκί», συμπυκνωμένο ή κατεψυγμένο ή σκόνη γάλα, πρωτεΐνες κ.τ.λ.) και τελικών προϊόντων (κυρίως τυριά), είτε μέσα από τη χρήση τους σε προϊόντα ΠΟΠ είτε και σε άλλα προϊόντα, τα οποία διακινούνται ως «ελληνικά προϊόντα».
Κυρώσεις και πρόστιμα
Οπως επισημαίνεται, το ΥπΑΑΤ χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσον που προσφέρει η τεχνολογία για ενίσχυση των ελέγχων, αλλά «σε κάθε περίπτωση βασική στόχευση του ΥΠΑΑΤ είναι η σε μεγαλύτερο βαθμό στελέχωση του ελεγκτικού μηχανισμού με προσωπικό και η ενίσχυση αυτού με σύγχρονα εργαλεία ελέγχου. Ενα από αυτά είναι και η ηλεκτρονική τιμολόγηση και η διασύνδεση του ΥΠΑΑΤ με αυτή, που αναμένεται να μειώσει την παραβατικότητα».
Αξιοποιώντας τη νομοθεσία γίνονται έλεγχοι από τον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και όπου διατυπώνονται παρατυπίες ή παραβάσεις της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις και πρόστιμα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την τετραετία 2020-2023 παραπέμφθηκαν στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Εξέτασης Παρατυπιών και Παραβάσεων, 86 υποθέσεις για τυροκομικά προϊόντα σε σύνολο 178 υποθέσεων, που αντιστοιχούν σε 120 επιχειρήσεις και έχουν επιβληθεί πρόστιμα ύψους 1,2275 εκατ. ευρώ.