Ενδεικτικά, αυτή την περίοδο η τιμή παραγωγού για τα πεπόνια ανέρχεται μέχρι και στα 1,50 ευρώ το κιλό, όταν πέρυσι η καλύτερη τιμή που κατάφεραν να εξασφαλίσουν οι παραγωγοί ήταν 1 ευρώ το κιλό και η χειρότερη 0,19 ευρώ, ανάλογα με τη ζήτηση.
«Οι τιμές των λιπασμάτων και των φυτοπροστατευτικών έχουν εκτοξευθεί και το πετρέλαιο είναι πολύ ακριβό. Πολλοί αγρότες έχουν εγκαταλείψει τις καλλιέργειές του λόγω του αυξημένου κόστους κι έτσι φέτος η παραγωγή θα είναι σημαντικά μειωμένη», επισημαίνει ο παραγωγός από τη Μεσαρά Κρήτης, Νίκος Ανδριανάκης.
Ο ίδιος αναφέρει στον «Αγροτικό Τύπο» ότι τα έξοδα των καλλιεργητών έχουν εκτιναχθεί στα 2.500 ευρώ ανά στρέμμα, όταν πέρυσι δεν ξεπερνούσαν τα 1.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Ανδριανάκη, δεδομένου ότι η παραγωγή φέτος θα είναι μειωμένη, η τιμή του πεπονιού διαμορφώνεται πάνω από 1 ευρώ το κιλό. «Πέρυσι πουλούσαμε από 0,19 ευρώ το κιλό έως και 1 ευρώ, ανάλογα με τη ζήτηση. Φέτος εκτιμώ ότι θα βρίσκεται σταθερά στο 1 ευρώ και δεν αποκλείεται και παραπάνω», προσθέτει.
Για μειωμένη παραγωγή τη φετινή καλλιεργητική περίοδο κάνει λόγο και ο παραγωγός πεπονιού από τη Μανωλάδα, Χρήστος Σάμαρης. «Ο παγετός και το κρύο πήγαν πίσω τη συγκομιδή, ενώ λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής κατά 40%, η παραγωγή θα είναι μειωμένη», δηλώνει στον «Αγροτικό Τύπο».
Την ίδια ώρα, η ποιότητα των πρώιμων προϊόντων έχει υποβαθμιστεί λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων που καταγράφηκαν το χειμώνα, ωστόσο οι παραγωγοί ελπίζουν ότι στις μεταφυτεύσεις η κατάσταση θα είναι καλύτερη.
Πάντως, παραγωγός από το Τυμπάκι της Κρήτης σημειώνει στον «Αγροτικό Τύπο» ότι η χρονιά ξεκίνησε θετικά από άποψη τιμής, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις η τιμή του παραγωγού ξεπέρασε τα 1,5 ευρώ το κιλό. «Περιμένουμε μια πτώση στη συνέχεια, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, όμως πιστεύω ότι θα κρατηθεί ψηλά η τιμή», υπογραμμίζει ο ίδιος.
Παγκόσμια αγορά
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή πεπονιών κατέγραψε ρεκόρ το 2020 -τελευταίο έτος που παρείχε στοιχεία η FAOSTAT-, αγγίζοντας τους 28,468 εκατ. τόνους. Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό στον κόσμο με 13,838 εκατ. τόνους, ακολουθεί η Τουρκία με 1,725 εκατ. τόνους και την τρίτη θέση κατέχει η Ινδία με 1,33 εκατ. τόνους.
Στην Ευρώπη, τη μεγαλύτερη παραγωγή έχει η Ισπανία με 610,98 χιλιάδες τόνους και έπονται η Ιταλία με 593,4 χιλιάδες τόνους και η Γαλλία με 266,64 χιλιάδες τόνους. Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT HELLAS, το 2020 κατέγραψε παραγωγή 65,77 χιλιάδων τόνων, ενώ με βάση προσωρινές εκτιμήσεις το 2021 κινήθηκε ανοδικά σε 66,96 χιλιάδες τόνους.
Σε επίπεδο ελληνικών εξαγωγών, η Βουλγαρία αντιπροσωπεύει το 64,4% των συνολικώς εξαχθεισών ποσοτήτων, ενώ η μέση τιμή πώλησης διαμορφώθηκε σε 0,139 ευρώ το κιλό έναντι της 0,383 ευρώ το κιλό στις υπόλοιπες χώρες.
Ωστόσο, αγκάθι για τον κλάδο αποτελεί η διακίνηση ατυποποίητων προϊόντων. «Υπάρχει μεγάλη διακίνηση προϊόντων χωρίς προστιθέμενη αξία (είτε ατυποποίητων είτε υποτιμολογημένων ποιοτικά ή τιμολογιακά, ίσως και σε τιμή μικρότερη τιμής αγοράς πρώτης ύλης) που θα πρέπει να ερευνηθεί, αλλά κυρίως της μη προσαρμογής της παραγωγής μας στις απαιτήσεις των καταναλωτών στην Κεντροδυτική Ευρώπη», επισημαίνει ο ειδικός σύμβουλος του Incofruit Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης.
Προσθέτει, δε, ότι, παρά τις επανειλημμένες επισημάνσεις του Συνδέσμου, δεν κατέστη δυνατή για άλλη μια χρονιά η επιτήρηση για την αποτροπή της διακίνησης ατυποποίητων προϊόντων (κατευθείαν από τον αγρό) από Ελληνες και Βαλκάνιους εμπόρους ατυποποίητων κυρίως προς τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, με συνέπεια μεγάλα ποσοστά διακινήσεων να μην καταγράφονται στα προσωρινά στοιχεία (χωρίς αναγγελία) με κίνδυνο τη δυσφήμηση των ελληνικών φρούτων και λαχανικών, αλλά και τη στέρηση του Δημοσίου από έσοδα τόσο ΦΠΑ όσο και φόρων, γεγονός που λειτουργεί σε βάρος των τιμών πώλησης των ελληνικών προϊόντων.
Ειδήσεις σήμερα
Πάτρα: «Εγκληματική ενέργεια ο θάνατος της Μαλένας» [βίντεο]
Μακελειό στο Τέξας: Σοκάρουν τα μηνύματα του 18χρονου λίγο πριν σκοτώσει 19 παιδιά και δύο δασκάλους