Ο καρκίνος του προστάτη είναι η πιο συχνή κακοήθης νόσος των ανδρών και, μολονότι σε πολλές περιπτώσεις είναι βραδέως εξελισσόμενος, η καθυστέρηση στη διάγνωσή του μπορεί να αποβεί μοιραία.
Το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Καρκίνου (GCO) εκτιμά ότι στην Ελλάδα αναφέρονται κάθε χρόνο περισσότερα από 7.000 νέα περιστατικά. Αντιστοιχούν στο 19,2% όλων των νέων διαγνώσεων καρκίνου στους άνδρες.
Και στα δύο φύλα είναι ο τέταρτος συχνότερος καρκίνος, μετά από τις κακοήθεις νεοπλασίες του μαστού, του πνεύμονα και του παχέος εντέρου.
Κάθε χρόνο καταγράφονται επίσης στη χώρα μας περισσότεροι από 1.900 θάνατοι από τη νόσο, γεγονός που καθιστά τον καρκίνο του προστάτη πέμπτη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο και στα δύο φύλα.
Τα στοιχεία αυτά σημαίνουν ότι κατά μέσο όρο 19 άνδρες μαθαίνουν καθημερινά ότι έχουν καρκίνο του προστάτη στη χώρα μας και 5 πεθαίνουν από αυτόν.
«Ο καρκίνος του προστάτη έχει υψηλό ποσοστό ιάσεως όταν γίνει αντιληπτός σε αρχικά στάδια. Όταν είναι τοπικός, η πρόγνωσή του είναι εξαιρετική με το 95% των ασθενών να επιβιώνουν επί τουλάχιστον 15 χρόνια. Δυστυχώς όμως τα περιστατικά με προχωρημένη νόσο αυξάνονται γιατί πολλοί άνδρες δεν ελέγχονται προληπτικά». Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή του; Οι ισχυρότεροι είναι η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό της νόσου. Υπολογίζεται ότι το τουλάχιστον 70% των ανδρών ηλικίας 70 ετών φέρουν καρκινικά κύτταρα στον προστάτη τους, ακόμα κι αν δεν έχουν διαγνωστεί με τη νόσο.
Η μέση ηλικία της διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη είναι τα 67 έτη, ενώ οι διαγνώσεις στις ηλικίες κάτω των 50 ετών είναι σπάνιες. Στην πραγματικότητα από τη νόσο πάσχει 1 στους 456 άνδρες κάτω των 50 ετών, 1 στους 54 στις ηλικίες 50-59 ετών και 1 στους 11 στις ηλικίες 70 ετών και πάνω.
Ο ρόλος του οικογενειακού ιστορικού επίσης είναι πολύ σημαντικός. Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου (ACS) εκτιμά ότι οι άνδρες που έχουν πατέρα ή αδελφό με καρκίνο του προστάτη έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν και οι ίδιοι τη νόσο. Ο κίνδυνος είναι πενταπλάσιος έως και δεκαπλάσιος για όσους έχουν δύο ή περισσότερους συγγενείς με τη νόσο, κυρίως όταν οι συγγενείς τους ήταν σχετικά νέοι όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος του προστάτη τους.
«Παράγοντες με λιγότερο σαφή ρόλο στον κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του προστάτη είναι η διατροφή (ιδίως η υπερκατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων), η παχυσαρκία (φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως επιθετικού καρκίνου του προστάτη), το κάπνισμα και η έκθεση σε ορισμένα χημικά», συμπληρώνει ο κ. Πούλιας.
Το πρόβλημα είναι ότι ο καρκίνος του προστάτη στα αρχικά του στάδια συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει κάποια δυσκολία στην ούρηση (π.χ. αργή ή αδύναμη εκροή ούρων ή συχνουρία ειδικά τη νύχτα) ή αίμα στα ούρα ή στο σπέρμα. Τα συμπτώματα αυτά, όμως, εκδηλώνονται πολύ πιο συχνά σε άνδρες με προχωρημένο καρκίνο προστάτη.
Στους άνδρες με μεταστάσεις μπορεί να υπάρξουν και πρόσθετα συμπτώματα, ανάλογα και με τη θέση των μεταστάσεων. Τέτοια συμπτώματα είναι π.χ. απώλεια βάρους, πόνοι στα οστά, έντονο αίσθημα κόπωσης, απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστεως ή του εντέρου, μουδιάσματα ή αδυναμία στα πόδια κ.λπ.
Επειδή, λοιπόν, ο καρκίνος του προστάτη στα αρχικά στάδιά του δεν προκαλεί συμπτώματα, ο μόνος τρόπος για να διαγνωστεί νωρίς είναι να γίνεται προληπτικά μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) στο αίμα. Το αντιγόνο αυτό είναι μία πρωτεΐνη που αυξάνεται όταν διογκωθεί για οποιονδήποτε λόγο ο προστάτης (όχι μόνο στον καρκίνο). Ανάλογα με τα επίπεδά του, τίθεται και η υπόνοια για προστατικό καρκίνο. Η ACS συνιστά η μέτρηση του PSA να αρχίζει:
- Στην ηλικία των 50 ετών στους άνδρες με μέτριο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη
- Σε ηλικία 45 ετών στους άνδρες με υψηλό κίνδυνο, επειδή έχουν έναν πρώτου βαθμού συγγενή (πατέρα ή αδελφό) που διαγνώστηκε με τη νόσο σε πρώιμη ηλικία (κάτω από 65 ετών)
- Σε ηλικία 40 ετών στους άνδρες πολύ υψηλού κινδύνου, επειδή έχουν δύο ή περισσότερους συγγενείς πρώτου βαθμού που διαγνώστηκαν σε πρώιμη ηλικία
Ανάλογα με τα αποτελέσματα της μέτρησης του PSA, η ACS συνιστά να επαναλαμβάνεται ο έλεγχος στους άνδρες που δεν έχουν καρκίνο του προστάτη:
- Κάθε 2 χρόνια, όταν το PSA έχει αποτέλεσμα κάτω από 2,5 ng/mL
- Κάθε 1 χρόνο, όταν το PSA έχει αποτέλεσμα από 2,5 ng/mL και πάνω
Στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου μπορεί επίσης να γίνεται δακτυλική εξέταση προστάτη. Εάν οι εξετάσεις αυτές έχουν ύποπτα ή ασαφή ευρήματα, το επόμενο βήμα είναι μία πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία προστάτη. Η εξέταση παρέχει λεπτομερή εικόνα του προστατικού αδένα και μπορεί να διευκολύνει σημαντικά την έγκαιρη, μη επεμβατική διάγνωση του καρκίνου.
Ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να αποκαλύψει καρκίνο που άλλοτε χρειάζεται θεραπεία και άλλοτε απλή παρακολούθηση. Μπορεί επίσης να έχει και μειονεκτήματα, αφού ενδέχεται να οδηγήσει σε ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Ωστόσο συνολικά μπορεί να αποδειχθεί σωτήριος, όταν γίνεται προσεκτικά η επαλήθευση του καρκίνου και η επιλογή των ασθενών που θα κάνουν θεραπεία ή θα αρκεστούν σε ενεργό παρακολούθηση. Μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι στο περιοδικό New England Journal of Medicine έδειξε ότι η ενεργητική παρακολούθηση στους κατάλληλα επιλεγμένους ασθενείς έχει την ίδια 15ετή επιβίωση με την ακτινοθεραπεία και την εγχείρηση.
Οι θεραπευτικές επιλογές αντιμετώπισης του καρκίνου προστάτη, είναι πολλές και αυξάνονται διαρκώς. Ο ακρογωνιαίος λίθος είναι η χειρουργική αφαίρεση, που διενεργείται με ολοένα λιγότερο επεμβατικές μεθόδους (λαπαροσκοπική ρομποτική).
Αναλόγως με το στάδιο της νόσου, την επιθετικότητα και τη γενικότερη υγεία του ασθενούς μπορεί να χορηγηθούν και φαρμακευτικές θεραπείες, ορμονικές θεραπείες (χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία ή στοχευμένες θεραπείες κ.λπ.), ακτινοθεραπεία, κρυοθεραπεία κ.λπ.
Υπάρχουν επίσης πρόσθετες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς που υποτροπιάζουν μετά την αρχική θεραπεία και οι οποίοι υπολογίζονται σε περίπου 30%.
«Χάρη στην πρόοδο στις μεθόδους έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης, οι άνδρες έχουν μεν μία στις 8 πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη, αλλά μία στις 44 να πεθάνουν από αυτόν – και οι πιθανότητες αυτά γίνονται ακόμα πιο ισχνές όταν η νόσος διαγνωστεί σε αρχικά στάδια και αντιμετωπιστεί εγκαίρως και σωστά».