Το Zepbound χορηγείται ενέσιμα μια φορά την εβδομάδα σε παχύσαρκους ή υπέρβαρους ασθενείς με τουλάχιστον μία πάθηση που σχετίζεται με το υπερβολικό βάρος, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη τύπου 2 ή υψηλή χοληστερόλη.
«Η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος είναι σοβαρές παθήσεις που μπορούν να συνδεθούν με ορισμένες από τις κύριες αιτίες θανάτου, όπως οι καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο διαβήτης», ανέφερε σε δήλωσή του ο Τζον Σάρετς του FDA.
Σε μια κλινική δοκιμή στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 2.500 ενήλικες, τα άτομα που έλαβαν την υψηλότερη επιτρεπόμενη δόση του φαρμάκου έχασαν κατά μέσο όρο 22 κιλά, ενώ εκείνα που έλαβαν τη χαμηλότερη δόση έχασαν 34 κιλά, σε σύγκριση με τα επτά κιλά στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
Παρενέργειες
Οι αναλυτές της JPMorgan έχουν προβλέψει ότι οι ετήσιες πωλήσεις των φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας όπως είναι το Ozempic, το Wegovy και τώρα το Zepbound, θα φθάσουν τα 140 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2032, με την αγορά να κυριαρχείται από τις κατασκευάστριες εταιρείες Novo Nordisk και Eli Lilly.
Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη δημοτικότητά τους, η νέα κατηγορία φαρμάκων για την απώλεια βάρους, γνωστή ως αγωνιστές των υποδοχέων GLP-1, έχει βρεθεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών γαστρεντερικών προβλημάτων, σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο «Journal of the American Medical Association» (JAMA). Σε αυτά περιλαμβάνονται η παράλυση του στομάχου, η παγκρεατίτιδα και η απόφραξη του εντέρου.
«Δεδομένης της ευρείας χρήσης αυτών των φαρμάκων, αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες, αν και σπάνιες, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τους ασθενείς που σκέφτονται να τα χρησιμοποιήσουν για την απώλεια βάρους», δήλωσε ο Μόχιτ Σόντι, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά.
Ο FDA δήλωσε ότι οι γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες του Zepbound περιλαμβάνουν ναυτία, διάρροια, έμετο, δυσκοιλιότητα, κοιλιακή δυσφορία και πόνο, κόπωση, αλλεργικές αντιδράσεις, ρέψιμο, απώλεια μαλλιών και γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Έχει βρεθεί επίσης ότι προκαλεί όγκους των κυττάρων C του θυρεοειδούς σε αρουραίους, αλλά δεν είναι γνωστό αν αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους.