Σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα στην Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Ενωσης (JAMA), μια από τις πλέον σημαντικές έρευνες της δεκαετίας του ‘60 που υποβάθμισε το ρόλο της ζάχαρης στην πρόκληση καρδιαγγειακών νόσων «ενοχοποιώντας» την ίδια ώρα τα κορεσμένα λίπη χρηματοδοτήθηκε από την ίδια… τη βιομηχανία ζάχαρης!
Με άλλα λόγια, πέντε δεκαετίες ερευνών για το ρόλο της διατροφής στις καρδιολογικές παθήσεις -ανάμεσά τους και πολλές από τις σημερινές διατροφικές συστάσεις- ενδέχεται να διαμορφώθηκαν από τη βιομηχανία της ζάχαρης. Τα έγγραφα που επικαλείται η Επιθεώρηση δείχνουν ότι το τότε Ιδρυμα Ερευνών Ζάχαρης -η Αμερικανική Ενωση Ζάχαρης (SRF) σήμερα- το 1967 πλήρωσε 3 επιστήμονες του Χάρβαρντ για να καλύψουν τα πραγματικά ευρήματα της έρευνάς τους.
Πιο συγκεκριμένα, οι 3 ερευνητές που έχουν φύγει πλέον από τη ζωή -ανάμεσά τους ο δρ Μαρκ Χέγκστεντ, μετέπειτα επικεφαλής του τμήματος διατροφής στο υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ- είχαν λάβει περίπου 50 χιλιάδες δολάρια για να συνδέσουν την καρδιοπάθεια με τα λιπαρά της καθημερινής μας διατροφής, με έμφαση στα γαλακτοκομικά, αλλά όχι ευθέως με τη ζάχαρη.
Αυτές είναι οι 9 καινοτόμες θεραπείες του 2024 που δίνουν ελπίδες σε ασθενείς
«Η βιομηχανία θα έπρεπε να έχει επιδείξει μεγαλύτερη διαφάνεια σε όλες τις δραστηριότητές της που έχουν να κάνουν με την έρευνα», σχολίασε λακωνικά σε ανακοινωθέν της η Ενωση Ζάχαρης, προσθέτοντας ότι δεκαετίες ερευνών έδειξαν ότι η ζάχαρη δεν παίζει αποκλειστικό ρόλο ως επιβαρυντικός παράγοντας στις καρδιοπάθειες.
Οι αποκαλύψεις είναι πολύ σημαντικές, και αυτό γιατί ο διάλογος των επιστημόνων για το ρόλο της ζάχαρης και των λιπαρών στη διατροφή μας συνεχίζεται. Οι προειδοποιήσεις για τα κορεσμένα λίπη παραμένουν ακρογωνιαίος λίθος στις διατροφικές οδηγίες της κυβέρνησης, έστω και αν τα τελευταία χρόνια η Αμερικανική Ενωση Καρδιολογίας, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και άλλες υγειονομικές Αρχές επισημαίνουν διαρκώς τους κινδύνους της ζάχαρης για την καρδιά.
Οπως και να ‘χει, τονίζει η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Μάριον Νιστλ στο κύριο άρθρο που συνοδεύει την έκθεση της JAMΑ, η βιομηχανία του φαγητού εξακολουθεί να επηρεάζει την επιστήμη της διατροφής.
«Σήμερα, είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς το φάσμα των εταιριών τροφίμων που χρηματοδοτούν έρευνες – από τους κατασκευαστές επεξεργασμένων τροφίμων, ποτών και συμπληρωμάτων διατροφής μέχρι τους παραγωγούς γαλακτοκομικών, αλλαντικών, φρούτων και ξηρών καρπών. Συνήθως παράγουν αποτελέσματα ευνοϊκά για τα συμφέροντα του χορηγού», λέει. Και συνεχίζει: «Η χρηματοδότηση από τους κολοσσούς τροφίμων, είτε από πρόθεση να χειραγωγήσουν είτε όχι, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στα επιστημονικά ευρήματα, συμβάλλει στη δημόσια σύγχυση σχετικά με το τι πρέπει τελικά να τρώμε και τι όχι και εκθέτει τις κατευθυντήριες γραμμές των αρμόδιων Αρχών κατά τρόπο που δεν είναι προς το συμφέρον της δημόσιας υγείας».
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που βγαίνει στην επιφάνεια η σχέση συμφέροντος ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το Associated Press αποκάλυψε τον περασμένο Ιούνιο ότι εταιρίες εμπορίας ζαχαρωτών πλήρωναν έρευνες που «αθώωναν» τα γλυκά. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι «New York Times» αποκάλυψαν το 2015 ότι η Coca Cola είχε ξοδέψει εκατομμύρια δολάρια σε έρευνες που υποβάθμιζαν τη σχέση ανάμεσα στα ζαχαρούχα αναψυκτικά και την παχυσαρκία.
ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου