Η χρήση αντιψυχωσικών από τις εγκύους είναι όλο και πιο συνήθης τα τελευταία χρόνια, ιδίως των φαρμάκων νεότερης γενιάς, που θεωρούνται ότι επηρεάζουν λιγότερο τη γονιμότητα των γυναικών.
Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα οι γιατροί είχαν λίγες πληροφορίες αναφορικά με την ασφάλεια αυτών των φαρμάκων για το υπό ανάπτυξη έμβρυο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Κρίστα Χόϊμπρεχτς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Τμήματος Φαρμακοεπιδημιολογίας του νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής “JAMA Psychiatry”, ανέλυσαν στοιχεία για 1,34 εκατομμύρια εγκύους γυναίκες, από τις οποίες περίπου 10.000 έπαιρναν αντιψυχωσικά.
Η μελέτη έδειξε ότι περίπου το 4% αυτών των γυναικών, που ελάμβαναν τα φάρμακα ενόσω ήσαν έγκυες, γέννησαν παιδί με συγγενή ανωμαλία, ποσοστό ελαφρώς μόνο αυξημένο σε σχέση με το 3,3% των εγκύων γυναικών που δεν έπαιρναν τέτοια φάρμακα, αλλά γέννησαν παιδί με πρόβλημα συγγενούς δυσπλασίας. Όσον αφορά ειδικότερα τη δυσπλασία της καρδιάς του μωρού, τα αντιψυχωσικά δεν αύξησαν καθόλου τον κίνδυνο.
«Γενικά η χρήση οποιωνδήποτε φαρμάκων θα πρέπει να αποφεύγεται κατά την εγκυμοσύνη. Όμως για τις γυναίκες που υποφέρουν από σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή ή μείζονα κατάθλιψη, η αποφυγή λήψης φαρμάκων είναι συχνά αδύνατη, καθώς υπάρχουν πολύ λίγες εναλλακτικές θεραπευτικές επιλογές», δήλωσε η Χόϊμπρεχτς.
Όπως ανέφερε, «τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η χρήση αντιψυχωσικών στο αρχικό στάδιο της εγκυμοσύνης δεν αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο συγγενών δυσπλασιών ή καρδιακών δυσλειτουργιών, με την πιθανή εξαίρεση της ρισπεριδόνης. Τα ευρήματα για την τελευταία θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από άλλες μελέτες».