Ο Πορτογάλος Ρουί Πίντο, ο άνθρωπος που κρατούσε σε αγωνία τον κόσμο του ποδοσφαίρου, αποκαλύφθηκε και μίλησε στο Der Spiegel, για τη ζωή του, την ανωνυμία που είχε επιλέξει, την εκρηκτική δύναμη των εγγράφων του και τις κατηγορίες ότι είναι χάκερ.
Το γερμανικό περιοδικό ταξίδεψε μέχρι τη Βουδαπέστη, όπου πλέον μένει σε κατ’ οίκον περιορισμό από την περασμένη εβδομάδα, ο άνθρωπος-φάντασμα με το κωδικό όνομα «John». Ο καταγγέλλων παρέδωσε πάνω από 70 εκατομμύρια έγγραφα, πολλά από τα οποία χαρακτηρίσθηκαν αυστηρά εμπιστευτικά, στο DER SPIEGEL, που μοιράστηκε με το ερευνητικό δίκτυο European Investigative Collaborations (EIC). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διαρροή δεδομένων μέχρι σήμερα.
Το Der Spiegel ταξίδεψε στη Βουδαπέστη μαζί με τον γερμανικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα NDR και τον γαλλικό ερευνητικό ιστότοπο Mediapart.
Το πραγματικό όνομα του John, ως Ρουί Πίντο, αποκάλυψε ο δικηγόρος του, μετά τη σύλληψή του. Ο 30χρονος Πορτογάλος υπήκοος περιμένει τώρα την απόφαση ενός ουγγρικού δικαστηρίου.
«Αυτός είναι ο νέος φίλος μου», είπε ο Πίντο στους δημοσιογράφους, δείχνοντας το ηλεκτρονικό του βραχιόλι στον αστράγαλο. Περιέχει πομπό και του επιτρέπεται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του μόνο για να βρεθεί στην πόρτα της αυλής του.
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου χάκερ, είμαι ένας κανονικός χρήστης του υπολογιστή. Ένας πολίτης που ενεργούσε για το δημόσιο συμφέρον. Η μόνη πρόθεσή μου ήταν να αποκαλύψω παράνομες πρακτικές που επηρεάζουν τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ξεκίνησα μια αυθόρμητη κίνηση αποκαλύψεων σχετικά με την ποδοσφαιρική βιομηχανία. Δεν είμαι ο μόνος που συμμετέχει. Με την πάροδο του χρόνου, έχουν προστεθεί όλο και περισσότερες νέες πηγές, οι οποίες μοιράστηκαν το υλικό μαζί μου και η βάση δεδομένων αυξήθηκε. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι που απασχολούνται με αυτό το θέμα», είπε ο 30χρονος Πορτογάλος, που οι Ούγγροι συνέλαβαν, μετά από ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε Πορτογάλος εισαγγελέας, κατηγορώντας τον για εγκλήματα στον κυβερνοχώρο.
«Είμαι έτοιμος να τα εξηγήσω όλα αυτά ενώπιον των δικαστικών αρχών όταν έρθει η ώρα, αλλά αρνούμαι αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μία εφημερίδα, αποκάλυψε την ιστορία της Μπενφίκα το περασμένο φθινόπωρο. Τότε άλλαξε η ζωή μου. Η φωτογραφία μου ήταν στα εξώφυλλα εφημερίδων και περιοδικών σε όλη τη χώρα. Ο λογαριασμός μου στο Facebook και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μου πλημμύρισαν στη συνέχεια με απειλές θανάτου. Θέλω να διαβεβαιώσω επίσης, ότι ποτέ δεν έχω πάρει χρήματα χρησιμοποιώντας τη γνώση μου αυτή. Αρκετοί μου έκαναν προσφορές. Μία φορά, έλαβα ένα ανώνυμο ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο μου προσφέρθηκαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο ευρώ», πρόσθεσε ο Ρουί Πίντο.
«Ήθελα να καταλάβω πως δουλεύει το υπεράκτιο σύστημα. Το πώς να μεταφέρει κάποιος τεράστια ποσά σε λογαριασμούς σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους. Αυτό το σύνολο δεδομένων έχει παρόμοια δυναμική με τα έγγραφα του Παναμά (Panama Papers). Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο τα Νησιά Καϋμάν χρησιμοποιούνταν συστηματικά για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη φοροδιαφυγή. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα δεδομένα έχουν υποστεί επεξεργασία, παραποιηθεί. Ως εκ τούτου, λένε, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστήριο. Νομίζω ότι είναι ανοησία. Τα έγγραφα είναι αυθεντικά.
NBA: Μοιραίος ο Αντετοκούνμπο για τους Μπακς - Φάουλ και άστοχο σουτ τους στέρησαν τη νίκη
Αυτό είναι σημαντικό. Αυτό και το περιεχόμενο. Έψαξα ποιοι ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της επιχείρησης του ποδοσφαίρου. Ήθελα να εκθέσω τις συναλλαγές αυτές», συμπλήρωσε απαντώντας γιατί στην αρχή είχε στην κατοχή του ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων με τον Κριστιάνο Ρονάλντο.
«Πρώτα απ ‘όλα, ο Ρονάλντο είναι ο αγαπημένος μου παίκτης. Τον θεωρώ τον πιο ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή στην Ιστορία. Ωστόσο, η συμπεριφορά του έξω από το γήπεδο πρέπει να κριθεί εντελώς διαφορετικά , από την άποψη του ποινικού δικαίου. Δεν έχω την αίσθηση ότι κάνω κάτι παράνομο. Με τα χρόνια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλη την Ευρώπη και πολλές αρχές διερεύνησης εξέτασαν τα δεδομένα μου. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό που έκανα ήταν το σωστό. Οι αρχές που διερευνούν, ιδίως, συχνά με απογοήτευσαν. Πάρτε τη συστηματική φοροδιαφυγή από την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ισπανία. Οι ερευνητές σχεδόν ποτέ δεν διείσδυσαν ποτέ τη ρίζα του κακού. Μάνατζερ, δικηγόροι, τραπεζίτες, είναι αυτοί που κινούν τα νήματα. Ήταν αυτοί που δημιούργησαν αυτά τα συστήματα απάτης».
Ο πατέρας του, όπως ο ίδιος είπε στη συνέντευξη, είναι συνταξιούχος. Υπήρξε σχεδιαστής παπουτσιών για πάνω από 30 χρόνια και ταξίδεψε πάρα πολύ στην Ευρώπη. Η μητέρα του έμενε στο σπίτι. Πέθανε από καρκίνο όταν ήταν 11 ετών.
«Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος που παρακολουθούσα ποδόσφαιρο από πολύ μικρός. Μου έλεγε ότι δεν πρέπει να παρακολουθώ το ποδόσφαιρο τόσο φανατικά, αλλιώς τελικά θα καταστρέψει τη ζωή μου. Ήμουν πολύ καλός στην Ιστορία. Γι αυτό αποφάσισα να σπουδάσω Ιστορία, αλλά δεν πήρα ποτέ πτυχίο. Ενώ βρισκόμουν στο Πανεπιστήμιο, η σχέση μου με την Πορτογαλία άλλαξε. Πολλοί από τους φίλους μου εγκατέλειψαν τη χώρα επειδή δεν έβλεπαν πλέον μια προοπτική για τον εαυτό τους, δεδομένης της οικονομικής κρίσης. Οι πολιτικοί και οι άπληστοι επιχειρηματίες κατέστρεψαν μια επιτυχημένη χώρα. Ετσι επέλεξα να κάνω Erasmus στη Βουδαπέστη. Λατρεύω αυτή την πόλη. Το φως, ο Δούναβης, τα κάστρα και οι γέφυρες. Θα ήθελα να μείνω εδώ για πάντα. Το φθινόπωρο του 2015 ξεκίνησα την ιστοσελίδα Football Leaks.
Hδη από την εποχή της απόφασης του Μποσμάν, κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο εξελίσσεται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Οι καλύτεροι νέοι παίκτες απλά μετακόμισαν στις ομάδες κορυφής. Ολόκληρος ο ανταγωνισμός μετατοπίστηκε προς όφελος των κορυφαίων συλλόγων. Η κύρια αιτία όμως που με έκανε να ασχοληθώ, ήταν το σκάνδαλο της FIFA το 2015. Παράλληλα με όλες τις συλλήψεις στη διεθνή ομοσπονδία, είδα ότι υπήρξαν παρατυπίες σε πολλές μεταγραφές στην Πορτογαλία. Ότι όλο και περισσότεροι επενδυτές έμπαιναν στην αγορά. Άρχισα να συλλέγω δεδομένα. Διάβασα. Διάβασα πολύ. Κάθε ημέρα, περνούσα ώρες μπροστά από τα έγγραφα και τα ανέλυα. Όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο συγκλονισμένος ήμουν. Πολλά έγγραφα έδειξαν πώς δημιουργήθηκαν οι υπεράκτιες εταιρείες, πώς κρύβονταν πίσω από αυτές. Ταξίδευα πολύ, ναι. Αλλά με την κανονική ταυτότητά μου. Δεν κρυβόμουν», είπε, αλλά μετά τις αποκαλύψεις επέλεξε μια ζωή με ανωνυμία. Ήθελα να επικεντρώνεται το κοινό στις αποκαλύψεις από τα δεδομένα και όχι στον άνθρωπο», θυμάται.
«Με συνέλαβαν το απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου. Επέστρεφα από ένα σούπερ μάρκετ. Όταν έστριψα το δρόμο στον οποίο βρίσκεται το διαμέρισμά μου, δύο αστυνομικοί με πλησίασαν. Έλεγξαν την ταυτότητά μου και μου είπαν να αδειάσω τις τσέπες μου και το σακίδιο. Τότε μου έδειξαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τα πάντα στα ουγγρικά, και με έπιασαν. Μου απαγόρευσαν να μιλήσω με τον δικηγόρο μου. Αποχαιρέτησα τον πατέρα και τη μητριά μου και στη συνέχεια, οδηγήθηκα σε αστυνομικό τμήμα. Έμεινα στο κελί για δύο νύχτες. Μετά στην ακρόαση ο δικαστής διέταξε να κρατηθώ υπό κατ ‘οίκον περιορισμό. Η ουγγρική αστυνομία προχώρησε σε κατάσχεση του υπολογιστή μου, περίπου 10 σκληρών δίσκων, τριών κινητών τηλεφώνων και μερικών άλλων ηλεκτρονικών συσκευών», τόνισε.
«Ούτε η FIFA, ούτε η UEFA επεδίωξαν να έλθουν σε επαφή μαζί μου. Αυτό είναι απογοητευτικό. Στις συνεντεύξεις μου με το ψευδώνυμο «John», επανειλημμένα έκανα σαφές ότι θα διαβιβάσω έγγραφα με σκοπό να αποκαλύψω τα γεγονότα. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν θα έχω δίκαιη δίκη στην Πορτογαλία. Το πορτογαλικό δικαστικό σώμα δεν είναι εντελώς ανεξάρτητο. Φυσικά, υπάρχουν εισαγγελείς και δικαστές που παίρνουν σοβαρά τη δουλειά τους. Αλλά αυτή η ποδοσφαιρική μαφία είναι παντού. Θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι κανείς δεν πρέπει να βρεθεί απέναντί τους».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]