Μέχρι τα 6 του χρόνια μεγάλωνε ανέμελα στη Φριτάουν της πατρίδας του, όπου ξημεροβραδιάζονταν στις αλάνες μαζί με τον αδερφό του. Τον οποίο λόγω σωματοδομής όλοι φώναζαν «Μεγάλο Κρέσπο» καθώς εκείνη την εποχή ο Αργεντινός ήταν ένας σούπερ σταρ του αθλήματος και του Αλχασάν… έμεινε το «Κρέσπο».
Ο καιρός περνούσε ανέμελα και ο εμφύλιος πόλεμος που συγκλόνισε την πατρίδα του, έφτασε δυστυχώς και στην πόλη του. Από τη μία στιγμή στην άλλη η ζωή του άλλαξε άρδην και αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς. Αφού όμως πρωτύτερα βίωσε εκ των έσω τη φρίκη του πολέμου, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε εγκλωβισμένος εν μέσω της πολεμικής σύρραξης που μαίνονταν.
Στα 13 του κατάφερε με τα χίλια ζόρια να φτάσει, μαζί με τον αδερφό του, στη Σουηδία και ο μικρός τότε Καμαρά, κλήθηκε να εγκλιματιστεί στη νέα του ζωή. Ομως τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσουν ήσυχο, καθώς τα μάτια του είχαν δει πολλά. Εγκαταστάθηκε στο Ερεμπρο και προσπάθησε να μεγαλώσει σαν κάθε παιδί της ηλικίας του.
Το ποδόσφαιρο ήταν για εκείνον μία διέξοδο και η ζωή του άλλαξε άρδην σε ηλικία 19 ετών. Τότε υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με την ΑΪΚ προερχόμενος από τις ακαδημίες της Μπόντεν όπου ξεχώρισε και αφού νωρίτερα είχε δει τον αδερφό του να επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, μέσω ενός στρατοπέδου προσφύγων στη Νορβηγία. Εκείνος όμως κατάφερε να μείνει και στη Στοκχόλμη γνώρισε την Περνίγια, που έμελλε να του αλλάξει άρδην το πώς αντιλαμβάνεται τη ζωή.
Παράλληλα κρατούσε επαφές με τον καθηγητή Ρίτσαρντ Πάουλι, ο οποίος τον ήξερε από το Ερεμπρο και θυμόνταν το θλιμμένο πρόσωπο του πιτσιρικά Καμαρά. Ετσι έκδωσε ένα βιβλίο που ονομάζεται «Κρέσπο, ένα ταξίδι στο ποδόσφαιρο» που ουσιαστικά είναι η αυτοβιογραφία του και το πώς το άθλημα κατάφερε να σώσει τη ζωή του. «Ηθελα να πεθάνω. Εβλεπα τους γείτονές μου να δολοφονούνται σε καθημερινή βάση και ένιωθα πως δεν ήθελα να ζήσω άλλο, ώστε να μην παρακολουθώ τη φρίκη που υπήρχε. Να μην έχω πλέον εφιάλτες και να μην ζω με τον τρόμο, βλέποντας τα μικρά παιδιά-στρατιώτες και περπατούσαν στους δρόμους της πόλης μου. Ομως είμαι ευγνώμων που έζησα. Ο τρόμος πέρασε και αισθάνομαι ασφαλής. Πλέον δεν έχω πρόβλημα ώστε να κοιμηθώ και απέκτησα οικογένεια, μαζί με την Περνίγια και τη μητέρα της. Με βοήθησε πολύ το ποδόσφαιρο», είπε σε μία παλαιότερη συνέντευξή του και έδωσε το… στίγμα του.
Ξέχωρα όμως από συγγραφέας ήταν και ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής. Μετά την ΑΪΚ ακολούθησε επί μία τριετία η Ερεμπρο και το 2018 η Χάκεν, από την οποία έφυγε στο φινάλε του καλοκαιριού, αν και ήταν βασικός και μέτρησε το απόλυτο σε συμμετοχές στην ευρωπαϊκή της πορεία (4χ4). Με 91 εμφανίσεις και 31 γκολ στη μεγάλη σουηδική κατηγορία, «έχτισε» ένα πολύ καλό όνομα και συγκαταλέγεται στους φορ πρώτης γραμμής που έπαιζαν στην Allsvenskan. Εκτός των άλλων έγραψε ιστορία, όταν την 1η Νοεμβρίου του 2014 σημείωσε με τη φανέλα της Ερεμπρο χατ-τρικ σε μόλις 7 λεπτά. Παρότι δεν είναι Σουηδός, αισθάνεται μέλος αυτής της χώρας και τον Απρίλιο του 2017 αφιέρωσε το γκολ που πέτυχε κόντρα στη Σούντσβαλ, στα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στη Στοκχόλμη. «Θέλω να στείλω το μήνυμα στις οικογένειες των θυμάτων πως δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Αυτή η χώρα μου έχει φερθεί υπέροχα και θα βρίσκεται για πάντα στην καρδιά μου», ανέφερε τότε.
Παράλληλα ανέπτυξε και έντονη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Από τα πλέον αγαπημένα παιδιά της χώρας του, βοηθά όποτε μπορεί συμπατριώτες του και μη, οι οποίοι αναζητούν στη Σουηδία ένα καλύτερο αύριο. Για αυτό έμαθε να μιλά άπταιστα τη γλώσσα, ξέχωρα από αγγλικά. Ωστε να μεταφέρει τις γνώσεις του και τα βιώματά του. Μέλος ΜΚΟ που ασχολείται με τον εγκλιματισμό προσφύγων, κυρίως παιδιών όπου πολλές φορές βγαίνει μαζί τους και οργανώνει εκδρομές, ομιλίες και άλλα παρεμφερή, η σύντροφός του από την πλευρά της εργάζεται εθελοντικά σε οργανισμό που παρέχει βοήθεια σε παιδιά από την Αφρική που έχουν προσβληθεί από τον ιό Εμπολα. Μάλιστα τον ακολουθεί, όποτε εκείνος πάει στη «Μαύρη Ηπειρο» για τις υποχρεώσεις του με την Εθνική του ομάδα, αλλά και για να βρεθεί κοντά στην οικογένειά του.
Η οποία πλέον έχει διασπαστεί. Οι γονείς του βρίσκονται στις ΗΠΑ και ο ίδιος εξήγησε σε ανύποπτη φάση το «γιατί», αλλά και το «πώς» τους βοήθησε με τα πρώτα του χρήματα. «Στη Σιέρα Λεόνε πολλές φορές δεν είχα να φάω. Εδώ ο κόσμος λέει ‘πω πω, έχω παλιό τηλέφωνο’ ή ‘πρέπει να πάρω καινούργιο υπολογιστή’. Οσο κοστίζει ένα καλό ρολόι Rolex, κάνει ένα οικόπεδο στη χώρα μου. Αγόρασα για την οικογένειά μου και μάλιστα έστειλα στον πατέρα μου μία μεταχειρισμένη Πόρσε Καγιέν! Ηταν για πολλά χρόνια οδηγός σε ένα κακομεταχειρισμένο λεωφορείο. Ηθελα να το χαρεί, να οδηγήσει ένα καλό αμάξι. Είναι τιμή τους που εγώ είμαι στην Ευρώπη και κάνω ότι έχω πετύχει. Η μητέρα μου έφτιαχνε γιαούρτια. Είναι δύσκολο να είσαι ηλικιωμένος στη Σιέρα Λεόνε, γιατί αυτό κανόνισα και πήγαν στις ΗΠΑ. Δεν κατάφερα να τους φέρω στη Σουηδία», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για εκείνον, θα παρατηρήσει κάποιος πως κατά καιρούς το όνομά του αναφέρθηκε ως μεταγραφικός στόχος της Τότεναμ, της ΤΣΣΚΑ Μόσχας αλλά και του Παναθηναϊκού, ενώ στις αρχές του 2015 πήγε στην Ισπανία για λογαριασμό της Μάλαγα, αλλά το deal «χάλασε» στο παρά ένα. Φορ του «κουτιού», όπως λέμε χαρακτηριστικά, παίζει καλά με την πλάτη και διαθέτει καλά χαρακτηριστικά. Αλλωστε τα 31 γκολ που έχει πετύχει σε 91 συμμετοχές του στη μεγάλη σουηδική κατηγορία με τις ΑΪΚ Στοκχόλμης, Ερεμπρο, Χάκεν, αποτυπώνουν πως μπορεί να βοηθήσει. Μάλιστα δηλώνει «έσω έτοιμος», καθώς με την τελευταία έκανε προπονήσεις ως τα τέλη Αυγούστου και τον Ιούλιο αγωνίστηκε και στα 4 ευρωπαϊκά της παιχνίδια, εκ των οποίων στα 3 βασικός.
Πλέον ήρθε στην Ελλάδα και ο Καμαρά προβάλει ένας τύπος που δεν περνά απαρατήρητος, τόσο με την καριέρα του εντός των γηπέδων, όσο και εκτός αυτών.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]