Μετά τις διασκευές σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι το 2003, ο Κωνσταντίνος Βήτα δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο ρεμπέτικο. Ο αγαπημένος τραγουδοποιός εμφανίζεται για δύο βραδιές στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και άλλη μία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, έχοντας ως «οδηγό» του δύο μεγάλες φωνές, εκείνες της Μαρίκας Παπαγκίκα και της Σωτηρίας Μπέλλου. Μιλώντας στον «Ε.Τ.», υπογραμμίζει ότι «σε αντίθεση με το τώρα, αν δεν είχες φωνή εκείνη την εποχή δεν γινόσουν τραγουδιστής» και μας δίνει μια πιο διεισδυτική ματιά στο πρόσφατο άλμπουμ του, «Ομόνοια».
Πώς προέκυψε η ιδέα για το ρεμπέτικο;
Η πρόταση ήλθε από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και συγκεκριμένα από την Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Μου ζήτησε να φτιάξω κάτι για το πρώιμο ρεμπέτικο, δηλαδή την εποχή 1922-1942 που θεωρείται η δεύτερη περίοδος. Εκανα μια μεγάλη έρευνα πάνω στο τραγούδι και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και κατέληξα σε αυτά τα δύο πρόσωπα επειδή ακριβώς ήταν δύο αντίθετες μορφές που έζησαν σε δύο διαφορετικές πόλεις, τη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, και κάπως έτσι βρήκα πως αυτό από μόνο του περιέχει κάτι μουσικό. Η Παπαγκίκα τραγούδησε κυρίως παραδοσιακά και τα ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη εκείνη την περίοδο, ενώ στο σβήσιμό της αναδύεται στο μουσικό στερέωμα της Αθήνας η Μπέλλου. Η Μπέλλου είναι μια φωνή που σηματοδότησε την περίοδο εκείνη και όχι μόνο.
Συνεργάζεσαι για το ρεμπέτικο με μια μεσόφωνο. Πώς βρέθηκε κοινός τόπος σε αυτή την εξίσωση;
Ολα τα ρεμπέτικα τραγούδια τα έχουν ερμηνεύσει τραγουδίστριες σχεδόν σοπράνο. Εννοώ πως δεν είναι όπως σήμερα που ισχύει το αντίθετο, δηλαδή ο κόσμος ασχολείται με τους άφωνους ή με κάτω του μετρίου ερμηνευτές απλά επειδή είναι λίγο σέξι ή τυπάκια. Τότε έπρεπε να έχεις φωνή. Αυτό θεώρησα πως πρέπει να κάνω για να τιμήσω και τους συνθέτες και τις δύο αυτές γυναίκες. Ετσι επέλεξα τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα.
Είσαι θαυμαστής του ρεμπέτικου;
Είμαι, αλλά όχι φανατικός. Βασικά με κανένα μουσικό είδος δεν είμαι φανατισμένος. Νεαρός είχα πάει αρκετές φορές στο «Χάραμα» και είχα δει τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τον Μπιθικώτση, είχα δει τη Μοσχολιού. Η Μπέλλου μου άρεσε γιατί ήταν πολύ γλυκιά και καλόκαρδη γυναίκα. Της είχα μιλήσει πολλές φορές και την είχα προσεγγίσει λίγο καιρό πριν πεθάνει στο νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν. Μάλιστα, έχω και ένα χειρόγραφό της γιατί εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να μιλήσει. Ρεμπέτικα άκουγα πολύ συχνά νέος και μάλιστα από τους αγαπημένους μου συνθέτες ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης και ο Τσιτσάνης.
Να έρθουν οι θαυμαστές του ρεμπέτικου στη Στέγη ή θα ακούσουν κάτι που μπορεί να τους ξενίσει;
Θα ακούσουν τις αγαπημένες τους μελωδίες όπως είναι, μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο. Πιστεύω πως μέσα από τις διασκευές μου προσπάθησα να κρατήσω τη βαθιά, εσωτερική ουσία, γι’ αυτό και κατέβασα το τέμπο ώστε η μελωδία αλλά και ο στίχος να αποκτήσουν μια πιο δυνατή διάσταση. Νομίζω ότι, αν δεν είναι πολύ φανατισμένοι και μονομερείς, θα περάσουν πολύ ωραία και θα αγαπήσουν αυτή την ανάγνωση. Εχουν αποκτήσει μια νυχτερινή εσωτερική διάσταση, σαν οι στίχοι να συνομιλούν και να φτερουγίζουν γύρω από την καρδιά.
Η «Ομόνοια» βασίζεται στο δίπολο «συνείδηση-αφασία», έχεις πει. Σε ποια από τις δύο καταστάσεις πιστεύεις ότι βρισκόμαστε μετά από επτά χρόνια μνημονίων και οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης;
Δεν είμαι αναλυτής των καιρών, είμαι μέσα στον κόσμο. Ζω μέσα σε διχασμένες απόψεις, σε δυσκολίες καθημερινές, βιώνω την ανεργία, αφουγκράζομαι τον πόνο των συνανθρώπων, των φίλων, των συγγενών που έχουν λυγίσει από τα βάρη και τους φόρους. Είναι μια δύσκολη περίοδος, πάντα υπήρχε κρίση αλλά αυτή τη φορά είναι πολύ δυνατή. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα υπήρχαν τεράστια οικονομικά προβλήματα στην Ελλάδα, όπως πιέσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, τυχοδιώκτες πολιτικοί, συμφέροντα. Τώρα είναι πιο έντονα όλα μαζί και χτυπάνε στο φουλ.
Με ποιες σκέψεις μπήκες στη δημιουργία του άλμπουμ «Ομόνοια»;
Οταν συνθέτω όλα προκύπτουν μέσα από πρόβες, από διαδρομές μπάσων, από λάθη. Συνήθως έτσι φτιάχνω τη μουσική μου. Σημεία που είναι να τα παίξει ένα πιάνο τα βάζω να τα παίζει ένα άλλο όργανο. Κάποιες φορές λειτουργώ σαν ζωγράφος που κοιτάζει μια λευκή επιφάνεια. Δεν λειτουργώ με εμπορικό κριτήριο γιατί η μουσική μου είναι εδώ και χρόνια αντιεμπορική. Αυτό μου δίνει μια ελευθερία στη σύνθεση και στο τραγούδι.
Με ποια λογική ένας καλλιτέχνης κυκλοφορεί ολοκληρωμένη δουλειά όταν πλέον έχει εδραιωθεί η τάση του σινγκλ με σύντομη ημερομηνία λήξης;
Ο κόσμος έχει μάθει να θέλει συνέχεια κάτι καινούργιο, δεν έχει ανάγκη να αφομοιώσει πια και αυτό είναι κάτι που το έχει δημιουργήσει το Ιντερνετ επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να σερφάρεις στις σελίδες. Η αληθινή ζωή δεν έχει σχέση με αυτό αλλά αυτή είναι μια κατάσταση που έχει επιβάλει το δικό της τρόπο μέσα στη ζωή του ανθρώπου. Εκεί βρίσκεται η ανακολουθία, εκεί βρίσκεται το δίδυμο συνείδηση-αφασία, αυτό είναι που καθορίζει το νέο τρόπο. Στην ουσία κανείς δεν προλαβαίνει τίποτε και κανείς δεν πρόκειται να κερδίσει κάτι από αυτό. Απλά μαθαίνεις με τον καιρό να υποτάσσεσαι σε έναν πλασματικό χτύπο, μια ματαιολογία, χωρίς ποτέ να νιώσεις ποια είναι η δική σου πραγματική επιλογή.
Τι σχεδιάζεις για το καλοκαίρι;
Θα κάνω κάποιες συναυλίες και θα προσπαθήσω λίγο να μείνω σε μια μικρή ήσυχη παραλία για να ξεκουραστώ.
ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΛΙΓΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του «Ελεύθερου Τύπου»
Info
Κωνσταντίνος Βήτα, «Sala Sala».
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Λ. Συγγρού 107-109)
3-4/6 (20.30). Εισιτήρια: 18-45 ευρώ. Πληροφορίες: 210 9005800. Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Πότε: 13/6 (21.00). Εισιτήρια: 10-35 ευρώ. Πληροφορίες: 2310 895800.