Toυ Γρηγόρη Αζαριάδη*
Είναι ένας ψηλός, αδύνατος τριαντάρης, με ζωηρό βλέμμα και μακριά, απεριποίητα μαλλιά. Ισως το καλύτερο στέλεχος του Εγκληματολογικού, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν αποκάλυψε το πανίσχυρο κύκλωμα της διαφθοράς στους κόλπους της Αστυνομίας.
«Τε Σικ, όλα αυτά που βλέπεις είναι στοιχεία. Αδιάσειστα. Τα συγκεντρώνω σχεδόν δυο χρόνια. Οπότε, μη μου λες για θεωρίες συνωμοσίας και άλλες τέτοιες μαλακίες».
Η Γκο Χάε Ρι φαίνεται θυμωμένη. Δείχνει με τα χέρια την επιφάνεια του γραφείου, που είναι γεμάτη από σκόρπιες, εκτυπωμένες σελίδες και τον υπολογιστή, που συνεχίζει ατάραχος να προβάλλει βίντεο.
«Θέλεις να πιστέψω δηλαδή ότι ο λοχαγός που μιλάει για τα πειράματα στη στρατιωτική βάση δεν είναι κανένας διαταραγμένος και όσα ισχυρίζεται είναι εντελώς αληθινά…».
Η Χάε Ρι είναι μια κοντή, λεπτή γυναίκα με μεγάλα καστανά μάτια και κοντά μαλλιά. Εργάζεται σαν ανεξάρτητη ρεπόρτερ και κυνηγάει θέματα, που ο περισσότεροι συνάδελφοί της αποφεύγουν. Ξεφυσάει εκνευρισμένη.
«Για όλα όσα ισχυρίζεται ο διαταραγμένος που λες, αποδεικνύονται με τις αναφορές και τα βίντεο, που μου έχει στείλει. Τα είδες με τα μάτια σου, Τε Σικ».
Ο Τε Σικ σφίγγει τις παλάμες γύρω από το πρόσωπο. «Τα είδα όλα», ομολογεί. «Αλλά, ακόμη δεν το χωράει το μυαλό μου ότι κάποιοι δημιούργησαν τον ιό μέσα σ’ ένα εργαστήριο και μετά τον διέσπειραν να σκοτώσουν όλο τον κόσμο».
«Κι εγώ δυσκολεύτηκα πολύ να το πιστέψω, αλλά τα στοιχεία που μου έστειλε ο λοχαγός δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία».
Οι αντιστάσεις του Τε Σικ περνάνε το κρίσιμο σημείο καμπής.
«Καταλαβαίνεις ότι κρατάς μια βόμβα στα χέρια σου».
«Το καταλαβαίνω».
«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;».
«Σκέφτηκα να το στείλω σε όλα τα ΜΜΕ. Αλλά, ίσως πρώτα να πρέπει να ενημερώσουμε τις αρμόδιες υπηρεσίες».
Ανάβει τσιγάρο. Φυσάει ψηλά τον καπνό.
«Φαντάζομαι θα μου πεις “μα όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί είναι διεφθαρμένοι λακέδες”».
Το βλέμμα του Τε Σικ δείχνει ότι συμφωνεί απόλυτα.
«Γνωρίζω τον γενικό εισαγγελέα. Ο Τσαλ Ντα Γκεόν είναι ο μόνος έντιμος στον χώρο της Δικαιοσύνης. Τον εμπιστεύομαι απόλυτα».
Βγάζει από το δεξιό συρτάρι του γραφείου τρία μαύρα στικάκια.
«Ενα για σένα, ένα για μένα και το τρίτο θα το παραδώσουμε στον Ντα Γκεόν. Ας είμαστε σίγουροι, γιατί δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί».
Ο Τε Σικ την κοιτάζει με σκοτεινό βλέμμα.
«Γιατί εμένα Χάε Ρι;».
«Εχασες τη μάνα και τον αδερφό σου από τον ιό. Και παραιτήθηκες από την αστυνομία, αφού ξήλωσες το κύκλωμα των διεφθαρμένων συναδέλφων σου. Δεν είναι αρκετά αυτά;».
Σηκώνεται.
«Αύριο το πρωί θα δούμε τον Ντα Γκεόν. Και το βράδυ θα συναντήσουμε τον λοχαγό».
«Οκέι. Θα βρεθούμε έξω από το γραφείο του γενικού εισαγγελέα».
2.
Ο Τσαλ Ντα Γκεόν είναι ένας μεσήλικας με καλογυμνασμένο κορμί και αραιά γκρίζα μαλλιά. Εχει γίνει γνωστός για τους αγώνες του για την πάταξη της διαφθοράς στον χώρο της Δικαιοσύνης. Κοιτάζει για δεύτερη φορά το υλικό, που έχει απλώσει πάνω στο γραφείο του η Χάε Ρι. Κάνει σκληρό μασάζ με τις παλάμες στα μάγουλά του.
«Δεν μπορώ να το χωνέψω. Από την αρχή, κάτι μου φαινόταν περίεργο, αλλά δεν μπορούσα να το συνδέσω», σχολιάζει συλλογισμένος. «Αυτά τα στοιχεία όμως είναι αδιάσειστα. Ολα δείχνουν ότι ο ιός αναπτύχθηκε στα εργαστήρια της βάσης».
«Ετσι είναι ακριβώς», επιβεβαιώνει η Χάε Ρι.
«Τι ξέρουμε γι’ αυτόν τον λοχαγό;».
«Ουσιαστικά ελάχιστα».
«Τι είναι; Κορεάτης, Αμερικανός; Ή Κινέζος;».
«Μου έχει στείλει όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτόν. Θα μάθουμε το βράδυ που θα τον συναντήσουμε».
«Τι έχεις σκοπό να κάνεις με τα στοιχεία;», παρεμβαίνει ο Τε Σικ.
«Σκέφτομαι ότι πριν δώσουμε τα στοιχεία στα ΜΜΕ πρέπει να μιλήσουμε με κάποιον υψηλά ιστάμενο της κυβέρνησης».
Ανάβει τσιγάρο. Στρέφεται στον Τε Σικ.
«Γνωρίζω καλά τον αγώνα σου κατά της διαφθοράς στην αστυνομία. Εχω περάσει κι εγώ τα ίδια στην Εισαγγελία. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας».
«Ποιος είναι αυτός που εμπιστεύεσαι;», επιμένει ο Τε Σικ.
Ο Ντα Γκεόν δείχνει σίγουρος για την επιλογή του.
«Τζιν Γιόνγκ Μιν. Ειδικός σύμβουλος του πρόεδρου. Ο άνθρωπος που ουσιαστικά υπαγορεύει τη στρατηγική διακυβέρνησης της χώρας».
«Τον ξέρεις καλά;», ρωτάει η Χάε Ρι.
«Εδώ και τριάντα χρόνια», χαμογελάει. «Ημασταν συμφοιτητές από το Πανεπιστήμιο».
Σηκώνεται από το γραφείο. Παίρνει το μαύρο στικάκι από τα χέρια της Χάε Ρι.
«Εγώ θα μιλήσω με τον Γιόνγκ Μιν και θα κανονίσω μια συνάντηση. Εσείς δείτε τον λοχαγό και βρισκόμαστε πάλι εδώ, αύριο το βράδυ».
3.
Ο Τε Σικ κλείνει το κινητό συννεφιασμένος. Ανάβει τσιγάρο. Πηγαινοέρχεται πάνω κάτω στο στενόχωρο δωμάτιο. Ξαναπιάνει το κινητό.
«Χάε Ρι. Πες μου τη διεύθυνση του λοχαγού σου».
«….».
«Το φοβόμουνα. Ο λοχαγός βρέθηκε δολοφονημένος».
«…..».
«Χάε Ρι, είσαι εκεί; Ο λοχαγός δολοφονήθηκε».
«…..».
«Το έμαθα από τη Λιού Σου. Ηταν στην ομάδα μου στο Εγκληματολογικό. Ανακάλυψαν το πτώμα του λοχαγού σου σε μια λίμνη αίματος. Και δίπλα στο πτώμα, βρήκαν τη γλώσσα του κομμένη».
«….».
«Αυτοί που τον σκότωσαν έκαναν άνω κάτω το διαμέρισμα και μάλλον πήραν ό,τι έψαχναν».
Ακολουθεί μια μακρόσυρτη σιωπή.
«Χάε Ρι, είσαι καλά;».
«Θα είμαι καλά», ψελλίζει εκείνη.
«Θα περάσω το βράδυ να πάμε στον Ντα Γκεόν».
4.
Ο Τε Σικ αφήνει τη Λεωφόρο Ελευθερίας και στρίβει δεξιά στην οδό Σουνγκ Χουνγκ. Ο μισοσκότεινος δρόμος είναι έρημος. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει εκνευριστικά και δυο τρεις μόνο διαβάτες περπατάνε βιαστικοί στα πεζοδρόμια. Οι φωτεινές διαφημίσεις ρίχνουν περίεργες, χρωματιστές αντανακλάσεις στη βρεγμένη άσφαλτο. Στη γωνία, έξω από ένα μίζερο, συνοικιακό εστιατόριο, ένα νεαρό ζευγάρι καπνίζει και μιλάει χαμηλόφωνα.
Ο Τε Σικ παρκάρει και βγαίνει από το αυτοκίνητο. Η εξωτερική πόρτα της πολυκατοικίας είναι μισάνοιχτη. Το πρώτο προειδοποιητικό σήμα για τον Τε Σικ. Νιώθει τον ποταμό της αδρεναλίνης να φουσκώνει επικίνδυνα. Ανεβαίνει προσεκτικά στον πρώτο όροφο. Η πόρτα του γραφείου της Χάε Ρι μισάνοιχτη κι αυτή. Ο ποταμός ξεχειλίζει απειλητικός και παρασέρνει τους νευρώνες στο διάβα του.
Καθώς μπαίνει στο γραφείο, ο Τε Σικ γνωρίζει υποσυνείδητα τη συνέχεια του θρίλερ με το αποτρόπαιο φινάλε. Εχει δει αρκετά τέτοια στην καριέρα του στο Εγκληματολογικό. Και η συνέχεια δυστυχώς δεν τον διαψεύδει. Στον μικρό χώρο του γραφείου τα πάντα είναι διαλυμένα, λες και κάποιο χέρι μυθικού γίγαντα τα έχει φέρει βόλτα πολλές φορές. «Κάποιοι έψαχναν μανιωδώς να βρουν κάτι», σκέφτεται ο Τε Σικ. Κάνει δυο βήματα προς το γραφείο. Η Χάε Ρι κολυμπάει σε μια λίμνη αίματος. Και δίπλα στο πρόσωπο, ποζάρει η κομμένη γλώσσα της.
Ο Τε Σικ βγάζει από την τσέπη ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια και τα φοράει. Τα επόμενα δέκα λεπτά ψάχνει προσεκτικά όλο το γραφείο. Δεν βρίσκει πουθενά το μαύρο στικάκι, που κράτησε η Χάε Ρι. Οταν ακούει τις σειρήνες των περιπολικών, καταλαβαίνει ότι πρέπει να εξαφανιστεί το επόμενο δευτερόλεπτο. Κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Βγαίνει στον δρόμο. Βλέποντας το νεαρό ζευγαράκι να συνεχίζει την κουβέντα, αδιάφορο για όσα τραγικά συμβαίνουν πενήντα μέτρα πιο μακριά, σηκώνει την κουκούλα του μπουφάν κι επιβραδύνει το βήμα. Τη στιγμή που μπαίνει στο αυτοκίνητο, τα περιπολικά λούζουν τον μισοσκότεινο δρόμο με τους εκτυφλωτικούς, απόκοσμους προβολείς τους.
5.
«Ο Τε Σικ είμαι…».
«Ολα καλά;», ρωτάει ο Ντα Γκεόν. «Σας περιμένω το βράδυ…».
«Η Χάε Ρι είναι νεκρή. Τη δολοφόνησαν».
«Τι ’ναι αυτά που λες…», η έκπληξη του γενικού εισαγγελέα είναι εκκωφαντική.
Ο Τε Σικ παλεύει να πάρει ανάσα, καθώς νιώθει τα επίπεδα του οξυγόνου στον εγκέφαλο να μειώνονται δραματικά.
«Πέρασα από το γραφείο της να την πάρω για να έρθουμε σε σένα. Κάποιοι τη σκότωσαν κι έκαναν άνω κάτω το γραφείο για να πάρουν το στικάκι της», καταφέρνει να ξεστομίσει.
«Υπήρχε τίποτε άλλο στο πτώμα;».
«Δίπλα στο πτώμα, ήταν η γλώσσα της. Κομμένη».
Ο γενικός εισαγγελέας βλέπει τους εφιάλτες να ξεπηδούν από τα σκοτεινά κελιά του υποσυνείδητου και να εφορμούν ανελέητα καταπάνω του. Κάνει μια τελευταία προσπάθεια να επιστρέψει στην κανονική πραγματικότητα.
«Κι ο λοχαγός; Τον είδατε;».
«Δεν προλάβαμε να τον δούμε. Τον είχαν δολοφονήσει κι αυτόν».
«Είδατε τον λοχαγό;».
«Δεν προλάβαμε. Τον είχαν δολοφονήσει κι αυτόν».
Ο Ντα Γκεόν χτυπάει οργισμένος την παλάμη στο γραφείο του.
«Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό…».
«Και δίπλα στο πτώμα του βρέθηκε κομμένη η γλώσσα του», λέει χαμηλόφωνα ο Τε Σικ.
«Εχεις μεγάλη εμπειρία σαν αστυνόμος, Τε Σικ. Τι μπορεί να σημαίνει η κομμένη γλώσσα;».
«Στον κόσμο της νύχτας, σημαίνει “τιμωρία επειδή μίλησες”».
Ακολουθεί μια μακρόσυρτη σιωπή, λες κι οι δυο συνομιλητές πασχίζουν να βάλουν τις σκέψεις τους σε μια σειρά.
«Είμαστε πια μόνο οι δυο μας, Ντα Γκεόν», σπάει τη σιωπή ο Τε Σικ. «Και πρέπει να φτάσουμε στο τέλος».
«Ελα από το γραφείο μου το βράδυ. Εγώ θα μιλήσω τώρα με τον Γιόνγκ Μιν. Θα κανονίσω να τον δούμε όσο πιο σύντομα γίνεται».
6.
Ο Τε Σικ παρκάρει το αυτοκίνητο δυο τετράγωνα μακριά από το γραφείο του Ντα Γκεόν. Αυτή τη φορά έχει πάρει τα μέτρα του. Φοράει μάσκα, που καλύπτει το πρόσωπό του, έχει ανεβασμένη την κουκούλα του μπουφάν και στη μέση του ζωσμένο ένα Glock 17. Κάτω από τη δυνατή βροχή, διασχίζει αργά τον έρημο, σκοτεινό δρόμο. Δυο τρία αυτοκίνητα κι άλλοι τόσοι μοναχικοί, ξεχασμένοι διαβάτες μοιάζουν κατάλληλο ντεκόρ στη ζοφερή όψη της απόμακρης συνοικίας.
Η πόρτα του κτιρίου μισάνοιχτη. Κακό σημάδι. Ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι το γραφείο του Ντα Γκεόν, στον δεύτερο όροφο. Η πόρτα ορθάνοιχτη. Φοβάται ένα νέο déjà vu. Κάνει μικρά, διστακτικά βήματα στο μεγάλο χολ. Τα πάντα αναποδογυρισμένα από το χέρι μιας κακής μοίρας, που επεφύλασσε το πεπρωμένο στον Ντα Γκεόν. Βαθιά στο υποσυνείδητο γνωρίζει την εικόνα που θα αντικρύσει. Το πτώμα του γενικού εισαγγελέα κολυμπάει στο αίμα. Και δίπλα, εφιαλτικό σουβενίρ, η κομμένη γλώσσα του. Φοράει τα γάντια. Ψάχνει στις τσέπες του νεκρού. Ενα μικρό χειρόγραφο σημείωμα. «Αύριο 10.00’. Γραφείο Γιόνγκ Μιν».
Σκύβει κι αρχίζει την έρευνα για το μαύρο στικάκι. Τίποτε. Μια δεύτερη προσπάθεια. Και πάλι τίποτε. Ακούει μακρινό ήχο βημάτων. Ανασηκώνει το κεφάλι. Ενας καταιγισμός από βολίδες σχεδόν ξύνουν το πρόσωπό του. Κρύβεται πίσω από το γραφείο, δίπλα στο πτώμα του Ντα Γκεόν. Τα βήματα πλησιάζουν. Σηκώνει το σώμα, στηρίζεται στα γόνατα και βγάζει λίγο το κεφάλι. Πυροβολεί στα τυφλά. Η απάντηση έρχεται σαν μια διπλή δέσμη από βολίδες. «Είναι δύο εκτελεστές», σκέφτεται. Σηκώνεται πάλι στα γόνατα. Στην ξαφνική αντανάκλαση της φωτεινής διαφήμισης από τον δρόμο, βλέπει τον έναν. Γιγαντόσωμος, με τεράστιες πλάτες και ξυρισμένο κρανίο. Διακρίνει μια διαγώνια ουλή πάνω από το δεξί μάτι. Πυροβολεί ξανά στα τυφλά. Οι εκτελεστές αδειάζουν τα όπλα πάνω του. Μένει κάτω. Ακούει τα βήματά τους να απομακρύνονται.
Τρέχει στις σκάλες. Κατεβαίνει, πηδώντας τέσσερα τέσσερα τα σκαλιά. Οταν φτάνει στην εξωτερική πόρτα του κτιρίου, τους βλέπει να χώνονται σ’ ένα μαύρο βανάκι και να εξαφανίζονται στον έρημο δρόμο. Την ίδια στιγμή, ακούει τις σειρήνες των περιπολικών. Επιταχύνει το βήμα, στρίβει στη γωνία και μπαίνει στο αυτοκίνητο.
Κατευθύνεται σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Ξέρει ότι εκείνοι που εντόπισαν τη Χάε Ρι και τον Ντα Γκεόν δεν θα δυσκολευτούν να βρουν και τα δικά του ίχνη. Και πρέπει να μείνει ζωντανός μέχρι το μεγάλο φινάλε του έργου. Το ραντεβού με τον Γιόνγκ Μιν, που πρόλαβε να κλείσει λίγο πριν δολοφονηθεί ο γενικός εισαγγελέας.
Ο ειδικός σύμβουλος του προέδρου είναι κοντός, ευτραφής άντρας με παιδικό πρόσωπο και ψυχρό χαμόγελο. Τον ακολουθεί η φήμη του σοβαρού και σκληρού ανθρώπου, που ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική της χώρας. Οταν ο Τε Σικ ολοκληρώνει, ο Γιόνγκ Μιν αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα στιβαρά χέρια του.
«Ο Ντα Γκεόν, τον οποίο εκτιμάω ιδιαίτερα, μου ανέφερε τις απίστευτες πληροφορίες για τη δημιουργία του ιού στο εργαστήριο της στρατιωτικής βάσης. Μου είπε για τη δημοσιογράφο που συγκέντρωσε όλα τα αδιάσειστα στοιχεία. Κι ακόμη ότι όλα τα στοιχεία περιέχονται σ’ ένα μαύρο στικάκι, που έχει στην κατοχή του. Και τώρα μαθαίνω ότι δολοφονήθηκε».
«Υπήρχαν τρία τέτοια στικάκια. Το ένα το κράτησε η Χάε Ρι. Η δημοσιογράφος που έλεγε ο Ντα Γκεόν. Τη δολοφόνησαν και πήραν το δικό της στικάκι. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον Ντα Γκεόν. Το μόνο στικάκι που μένει είναι αυτό που έχω εγώ».
Ο Γιόνγκ Μιν σηκώνεται, βάζει τα χέρια πίσω στη μέση κι αρχίζει να βηματίζει νευρικά, πίσω από το γραφείο. Δείχνει ιδιαίτερα συλλογισμένος.
«Πρέπει να δράσουμε αμέσως», αποφαίνεται.
«Πρέπει να δημοσιεύσουμε αμέσως τα στοιχεία», τον προτρέπει ο Τε Σικ.
«Σωστά. Αυτό είναι δική μου δουλειά, τώρα».
Σηκώνει το τηλέφωνο.
«Στείλε μου αμέσως τον Σιν Χουνγκ».
Στρέφεται στον Τε Σικ.
«Δώσε το στικάκι στον βοηθό μου. Ο Σιν Χουνγκ θα φροντίσει να δημοσιευτεί σε όλα τα ΜΜΕ αμέσως τώρα».
Ο Τε Σικ σηκώνεται. Την ίδια στιγμή, στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίζονται δύο θηριώδεις τύποι. Ο πρώτος πλησιάζει τον Τε Σικ. Απλώνει το χέρι.
«Θα μου δώσετε το στικάκι;», ρωτάει ευγενικά.
Σ’ ένα εφιαλτικό flash back με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ο Τε Σικ ανακαλεί την εικόνα από την δολοφονία του Ντα Γκεόν. Ο ένας εκτελεστής… «Γιγαντόσωμος, με τεράστιες πλάτες και ξυρισμένο κρανίο. Και μια διαγώνια ουλή πάνω από το δεξί μάτι». Είναι ο άντρας που στέκεται μπροστά του με απλωμένο χέρι. Ο Τε Σικ διαβάζει τα κενά από την αφήγηση της τεράστιας συνωμοσίας, που απλώνεται πάνω του σαν ασφυκτικό δίχτυ. Πισωπατάει.
«Το στικάκι…», η φωνή του θηρίου ακούγεται επιτακτική τώρα.
Ο Τε Σικ βγάζει το Glock. Υποχωρεί μέχρι την πόρτα. Τρέχει σαν διάολος και ρίχνεται στις σκάλες. Πίσω του, ο Γιόνγκ Μιν ουρλιάζει.
«Σκοτώστε τον! Και πάρτε το γαμημένο το στικάκι!».
Ο Τε Σικ βγαίνει στην αχανή πλατεία. Μπροστά του ένα δεκάχρονο κοριτσάκι. Της δίνει το μαύρο στικάκι.
«Απέναντι είναι τα γραφεία της “Ημερησίας”», της δείχνει. «Πήγαινέ το στον αρχισυντάκτη».
Το κοριτσάκι τον κοιτάζει γεμάτο απορία.
«Περπάτα κανονικά. Μην τρέξεις και μην κοιτάξεις πίσω».
Καθώς το κοριτσάκι αρχίζει να περπατάει προς τα γραφεία της εφημερίδας, ο Τε Σικ τρέχει σαν δαίμονας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πίσω του, σε απόσταση καμιά πενηνταριά μέτρων, δέκα γεροδεμένοι άντρες με υποπολυβόλα στα χέρια. Η ησυχία της πλατείας εκρήγνυται εκκωφαντικά από τις ριπές τους. Η τελευταία εικόνα του Τε Σικ είναι μια έκρηξη στους αμφιβληστροειδείς… Οι δεκάδες βολίδες που καρφώνονται στην πλάτη του. Σωριάζεται αιμόφυρτος στο τσιμέντο. Και μένει ακίνητος.
Δύο λεπτά αργότερα, το κοριτσάκι μπαίνει στα γραφεία της «Ημερησίας».
«Θέλω τον αρχισυντάκτη».
Η ιστορία που διαβάσατε είναι καθαρά προϊόν επιστημονικής φαντασίας και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
*O Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας Αστυνομικής λογοτεχνίας. Τελευταίο μυθιστόρημά του «Ο Σκοτεινός Λαβύρινθος»