Με αυτή την εκτίμηση-ευχή, που έκανε σήμερα το βράδυ ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, Δημήτρης Παντερμαλής προς το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, παρουσιάστηκε η μελέτη ανάδειξης και διαμόρφωσης της εν λόγω ανασκαφής σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, παίρνοντας όχι μόνο το «πράσινο φως», αλλά και τα εύσημα από τα μέλη του ΚΑΣ.
«Επιτέλους ήρθε το θέμα στο ΚΑΣ. Είναι τόσο σημαντικό να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τον χώρο για να είναι επισκέψιμος, κάτι που θα δώσει μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και στο ίδιο το μουσείο που είναι τόσο σημαντικό για τη χώρα μας, η δε δυνατότητα της επίσκεψης στην ανασκαφή είναι κάτι που θα τραβήξει ακόμα περισσότερους επισκέπτες», δήλωσε η πρόεδρος του ΚΑΣ, γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη.
«Με την κατασκευή του Μουσείου Ακρόπολης, η ανασκαφή στο οικόπεδο Μακρυγιάννη έγινε μοιραία αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου του μουσείου και ουσιαστικά προχωρήσαμε στην υλοποίηση αυτής της κατ’ αρχήν παράδοξης σκέψης ότι θεωρούμε την ανασκαφή ως ένα τεραστίου μεγέθους έκθεμα του μουσείου», δήλωσε μεταξύ άλλων ο κ. Παντερμαλής, τονίζοντας ότι με την υλοποίηση αυτή «ο επισκέπτης αμέσως θα εξοικειώνεται με τον διπλό χαρακτήρα του μουσείου, καθώς διαθέτει επιτόπια αρχαία και αρχαία τα οποία μεταφέρθηκαν. Γίνεται δηλαδή δυο φορές μουσείο αρχαιολογικού χώρου, και της Ακρόπολης και της ανασκαφής».
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Ως προς τη μελέτη, για την περιήγηση των επισκεπτών θα χρησιμοποιηθούν αρχαίοι δρόμοι (οι οποίοι δεν διατηρούν τα αυθεντικά οδοστρώματά τους), γεγονός που θα ενισχύει τη βιωματική εμπειρία, μεταλλικοί διάδρομοι και μεταλλικές εξέδρες, μέσω των οποίων θα κατευθύνονται στα σημαντικότερα οικοδομήματα και στην έκθεση κινητών ευρημάτων. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στην ανασκαφή κατασκευάζονται δύο μεταλλικοί διάδρομοι-γέφυρες με δάπεδο από διάτρητο μεταλλικό πλέγμα ώστε να μην διακόπτεται οπτικά η συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου κάτω από αυτό, καθώς και εξέδρες με παρόμοιο δάπεδο σε δύο σημεία. Στη διαδρομή του επισκέπτη εντάσσεται και η έκθεση των κινητών ευρημάτων, που αναπτύσσεται στη νότια απόληξη της ανασκαφής, σε χώρο προστατευμένο από το κτήριο του μουσείου. Κατάλληλος φωτισμός, ενημερωτικές πινακίδες και ψηφιακές εφαρμογές, υπόσχονται να ενισχύσουν τη βιωματική εμπειρία των επισκεπτών, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα το παλίμψηστο της γειτονιάς και να αντικρύσουν μια πιο ρεαλιστική εικόνα της αρχαιότητας, «η οποία δεν αποτελείται μόνο από μεγάλες στιγμές, όπως όταν αποφάσισαν να χτίσουν την Ακρόπολη, αλλά και από ταπεινές», όπως ανέφερε ο κ. Παντερμαλής. Επίσης θα υπάρχει πρόβλεψη για την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία, ενώ η είσοδος στην ανασκαφή θα είναι μάλλον ελεύθερη, γεγονός που θα αντισταθμίζεται με μια μικρή αύξηση στο εισιτήριο για το μουσείο.
Κατά τις ανασκαφές στο οικόπεδο Μακρυγάννη, ήρθε στο φως τμήμα του οικιστικού ιστού της αρχαίας πόλης σε αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις. Από το 2000 ως το 700 π. Χ. η περιοχή χρησιμοποιείται ως χώρος κατοίκησης, που περιορίζεται στην αρχαϊκή εποχή. Τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. π. Χ. ξεκινά η συστηματική κατοίκηση και η πολεοδομική οργάνωση της περιοχής. Ο οικισμός οργανώθηκε εκατέρωθεν δυο ανηφορικών δρόμων που συνέκλιναν προς το ιερό του Διονύσου. Ένας τρίτος δρόμος οδηγούσε προς τα δυτικά και την αγορά. Οι οικοδομικές νησίδες ήταν οργανωμένες σε κλιμακωτά άνδηρα, που σχηματίζονταν ανάμεσα στις πύλες και στις δευτερεύουσες οδούς, ενώ τα σπίτια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων ήταν οργανωμένα γύρω από εσωτερικές αυλές. Οι οικίες καταστράφηκαν τον 1ο αι. π. Χ., πιθανότατα από τα στρατεύματα του Σύλλα. Στα ερείπιά τους εγκαταστάθηκαν διάφορα εργαστήρια που ήταν σε χρήση ως το πρώτο μισό του 2ου αι. μ. Χ., οπότε η περιοχή αναδιοργανώθηκε και δημιουργήθηκαν κατοικίες με αυλές και περιστύλια, οι δε πλουσιότεροι διατηρούσαν ιδιωτικό λουτρό. Η συνοικία καταστράφηκε το 267 μ. Χ..
Η περιοχή αναδιοργανώθηκε πάλι στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αι. Ανάμεσα στις απλές κατοικίες, κατασκευάζονται και πολυτελείς κατοικίες. Η περιοχή καταστράφηκε εκ νέου γύρω στα τέλη του 5ου αι., ενώ νέα κτίρια βλέπουν το φως τους επόμενους αιώνες. Από τον 10ο αιώνα κι έπειτα, τα εργαστήρια εγκαταλείφθηκαν και τα κτίρια σταδιακά κατέρρευσαν. Από τον 13ο αιώνα η περιοχή εγκαταλείπεται οριστικά και παραμένει αδόμητη ως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και κατασκευάστηκε το στρατιωτικό νοσοκομείο, το Κτίριο Βάιλερ.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]