Ο Τζορτζ Κλούνεϊ και η Τζούλια Ρόμπερτς προσπαθούν να μη σκάσει η βόμβα on air στο στούντιο της εκπομπής τους, ενώ ένας «μεγάλος φιλικός γίγαντας» φτάνει μέχρι τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας. Παρών και ο «Νονός» σε νέα κόπια 4Κ.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ***
(MONEY MONSTER)
ΗΠΑ, 2016
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ΤΖΟΝΤΙ ΦΟΣΤΕΡ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
ΤΖΟΡΤΖ ΚΛΟΥΝΕΪ, ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ
Ο Λι Γκέιτς παίζει το χρηματιστήριο στα δάχτυλα και μέσα από την τηλεοπτική του εκπομπή αναλύει, απλοποιεί και δίνει συμβουλές, με τον δικό του τρόπο, στο επενδυτικό κοινό που τον παρακολουθεί.
Ο Λι Γκέιτς κάνει σόου ουσιαστικά, έχοντας βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ψυχαγωγία και την ενημέρωση, πάντα σύμφωνα με τις επιταγές των ιδιωτικών ΜΜΕ. Το «πάρτι» όμως λήγει απότομα όταν μετά την κατάρρευση μιας μετοχής, ένας μικροεπενδυτής που έχει χάσει όλες του τις οικονομίες, εισβάλλει στο στούντιο οπλισμένος και κρατάει τον Λι και τους συνεργάτες του, όμηρους, σε ζωντανή μετάδοση. Η Πάτι, αρχισυντάκτρια της εκπομπής του Λι, μέσα από το κοντρόλ που βρίσκεται, προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες για να μη συμβεί το «ατύχημα» και αναγκασμένη να υπακούσει στις εντολές του εισβολέα, κινητοποιεί τους ρεπόρτερ της εκπομπής με στόχο να εντοπίσουν τί πήγε λάθος και χάθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια σε ένα βράδυ. Αυτό που θα βρουν στο τέλος της διαδρομής δεν θα αρέσει σε κανέναν.
Στην τέταρτη ταινία της πίσω από τις κάμερες, η Τζόντι Φόστερ καταφεύγει στη σάτιρα και την υπερβολή στηλιτεύοντας τον αφερέγγυο κόσμο των επενδυτών και των ΜΜΕ με τους πρώτους να παρουσιάζονται ως στυγνοί απατεώνες και τα δεύτερα ως ακόρεστοι οργανισμοί που διψάνε για ιστορίες με κακό τέλος. Σε αυτή την απόπειρα έχει την τύχη να εισπράξει δυο άριστες ερμηνείες από τους σταρ της ταινίας. Ιδιαίτερα ο Τζορτζ Κλούνεϊ είναι για ακόμη μια αφορά απολαυστικός στον ρόλο του σόουμαν-τηλεπαρουσιαστή που ξέρει πώς να προσελκύσει το ενδιαφέρον του τηλεθεατή, ακόμα και όταν χρησιμοποιεί ακατανόητους χρηματιστηριακούς όρους. Η Τζούλια Ρόμπερτς παίζει με μέτρο την αρχισυντάκτρια της εκπομπής, είναι το αντίβαρο στον νάρκισσο Λι Γκέιτς.
Εκεί που το «Παιχνίδι του χρήματος» χάνει το στοίχημα είναι στις σεναριακές ιδέες. Από ένα σημείο και μετά έχεις την εντύπωση ότι η σάτιρα έχει εξελιχθεί σε φάρσα χωρίς έμπνευση. Τόσο πέρα από τη λογική που κανείς δεν μπορεί να την πάρει στα σοβαρά. Η εκδίκηση των «μικρών ψαριών» αναβάλλεται.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΙΚΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ **
(THE BFG)
ΗΠΑ, 2016
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
ΜΑΡΚ ΡΑΪΛΑΝΣ, ΡΟΥΜΠΙ ΜΠΕΡΝΧΙΛ
Ορφανό κοριτσάκι απάγεται ένα βράδυ από έναν γίγαντα ο οποίος τη μεταφέρει στη χώρα του. Εκεί σύντομα θα ξεπεράσει τους φόβους της και θα συνειδητοποιήσει ότι παρά το απειλητικό μέγεθός του, ο τεράστιος δυσλεκτικός άντρας είναι εκεί για να την προστατεύσει από τους πραγματικά κακούς γίγαντες που τριγυρνούν στη γειτονιά του. Οι δυο τους θα ζήσουν μια μεγάλη περιπέτεια που θα τους φέρει μέχρι το Μπάκιγχαμ το οποίο θα δώσει και τη λύση.
Το παραμύθι του Ρόαλντ Νταλ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένας άλλος σπουδαίος παραμυθάς, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Στα λόγια αυτός είναι σπουδαίος συνδυασμός αλλά στην πράξη το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει χλωμό και αδύναμο να κάνει την υπέρβαση και να χαρίσει πραγματικά μεγάλες συγκινήσεις σε μικρούς και μεγάλους. Και ας έχει αναλάβει, με ειλικρινή προσπάθεια, ο βραβευμένος με Οσκαρ Μαρκ Ράιλανς να ενσαρκώσει τον αγαθών προθέσεων γίγαντα.
Μετά το πρώτο «σοκ» που προκαλείται από τα ψηφιακά εφέ, ο Σπίλμπεργκ καλείται να μας αφηγηθεί μια ιστορία που να φέρνει διαδοχικά στην επιφάνεια κάθε πιθανό συναίσθημα που μπορεί να προκαλέσει ένα παραμύθι. Και το υλικό υπάρχει. Ομως το εγχείρημα πέφτει στο κενό. Το γέλιο, ο φόβος, η συγκίνηση δίνονται σε πολύ περιορισμένες δόσεις και η αφήγηση μένει στα τετριμμένα προσπαθώντας να πιαστεί από μερικά καλά κόλπα στα εφέ. Ο «Γίγαντας» φαίνεται ανήμπορος να ικανοποιήσει τόσο τους μικρούς όσο και τους μεγάλους σε ηλικία σινεφίλ. Προβάλλεται και σε τρισδιάστατη εκδοχή αλλά μάλλον χωρίς να υπάρχει λόγος.
ΔΥΟ ΣΕΦ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ **
(PENSION COMPLETE)
ΓΑΛΛΙΑ, 2015
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ΦΛΟΡΑΝ-ΕΜΙΛΙΟ ΣΙΡΙ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
ΖΕΡΑΡ ΛΑΝΒΕΝ, ΦΡΑΝΚ ΝΤΙΜΠΟΣ
Αν και παθιασμένος με τη δουλειά του, σε σημείο που να παραμελεί τη σύζυγό του, ο σεφ Φρανσουά δεν τολμά να ανοιχθεί σε νέους ορίζοντες και μένει κολλημένος σε κλασικές γεύσεις που του στερούν τη μεγάλη διάκριση. Ενα βράδυ ένας άγνωστος θα μπει στη ζωή του αλλά σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι ο πρώην σύζυγος της γυναίκας του, που θεωρούνταν νεκρός, επέστρεψε. Αρχικά οι δύο άνδρες θα έρθουν σε κατά μέτωπον σύγκρουση αλλά γρήγορα θα βρεθούν να συνεργάζονται σε όλα τα πεδία.
Λίγες καλές στιγμές κρύβει αυτή η γαλλική κομεντί που σε γενικές γραμμές κυλά χωρίς να κάνει καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να μείνει στη μνήμη. Προσπαθεί να ποντάρει στις ερμηνείες των δύο ανδρών αλλά και οι δύο είναι γυμνοί, χωρίς σεναριακά όπλα στα χέρια τους.
Ο ΝΟΝΟΣ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΙΣ ΦΟΡΝΤ ΚΟΠΟΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ, ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
Δεν χρειάζεται να το διαβάσετε εδώ για να ξέρετε ότι η σχεδόν τρίωρη ταινία του Κόπολα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες όλων των εποχών και βρίσκεται πάντα μέσα στη λίστα με τις δέκα ταινίες που όλοι οφείλουμε να δούμε, αν θέλουμε η σχέση μας με την έβδομη τέχνη να διαθέτει γερές βάσεις. Ο «Νονός» επανέρχεται στις αίθουσες σε κόπια ανάλυσης 4Κ, ξεπερνάει δηλαδή το HD, αλλά σε αυτή την ταινία δεν πας για την καθαρότητα της εικόνας.
Πας για τις απίθανες ερμηνείες των δύο κορυφαίων πρωταγωνιστών, για τη διεισδυτική ματιά του Κόπολα στον τρόπο λειτουργίας της φαμίλιας, τους κώδικες τιμής της και τους κανόνες «σωστής» συμπεριφοράς που τη διέπουν. Πας για το μοναδικό score του Νίνο Ρότα που έχει εντυπωθεί στο υποσυνείδητό σου χωρίς να σε ρωτήσει κανείς, για τα σκονισμένα τοπία της Σικελίας που ο Μάικλ βρίσκει καταφύγιο και τον έρωτα στα μάτια και το στόμα μιας «περισσότερο Ελληνίδας παρά Ιταλίδας» γυναίκας. Πας για τον τρόπο που ο Κόπολα ανασυνθέτει την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’40 και του ’50 και στην σερβίρει ξανά με τόσο πλήρες και ολοκληρωμένο στιλ που είναι αδύνατον να μη «χαθείς» ανάμεσα στα κοστούμια, τα αυτοκίνητα, τα όπλα.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο «Νονός» απέσπασε δέκα υποψηφιότητες για Οσκαρ και τιμήθηκε με τρία (καλύτερη ταινία, α’ ανδρικός ρόλος για τον Μάρλον Μπράντο, καλύτερο διασκευασμένο σενάριο στους Κόπολα-Μάριο Πούτζο). Ο Μπράντο αρνήθηκε να παρευρεθεί στην τελετή απονομής, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο και στη θέση του έστειλε μια γυναίκα ινδιάνικης καταγωγής να εξηγήσει τους λόγους.
ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΛΙΓΚΑΣ