Οι περισσότεροι από αυτούς, αυστηροί, επικριτικοί, γυμνοί από συναίσθημα, υπερπλήρεις από αντιπολιτευτικές «κορώνες». Κινούμενοι (και υποκινούμενοι) με ιλιγγιώδεις κατηγορίες επάνω σε ράγες πολέμου.
Μέχρι τη στιγμή μιας απρόσμενης ανακωχής. Από τη Δόμνα Μιχαηλίδου. Όχι με υψωμένη φωνή αλλά με έναν λόγο που τιμά τους νεκρούς (μας) χωρίς να υποτιμά την νοημοσύνη (μας). Έναν λόγο τόσο ανθρώπινο που κάνει τους πάντες να σωπάσουν. Και να ακούσουν. Η φράση της «πάρε με όταν φτάσεις» ήταν αρκετή για να περάσουν μπρος από τα μάτια μας τα πάντα όλα: τα πρόσωπα των παιδιών που έφυγαν, η ανέμελη αίσθηση της νιότης, η σπαρακτική έκκληση «Αγνοείται. Οποιοσδήποτε γνωρίζει κάτι να επικοινωνήσει με τις Αρχές», οι λιωμένες λαμαρίνες, η απόγνωση στα πρόσωπα των συγγενών, οι λυγμοί, οι κραυγές, ο χιλιοειπωμένος διάλογος μάνας-παιδιού «πάρε με όταν φτάσεις», «μη μου το ξαναπείς, μαμά», «θα στο λέω μέχρι να πεθάνω».
Αγγίζοντας με τα λόγια της την ίδια την τραγωδία, έδωσε το πρόσταγμα ότι κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει. Να θυμόμαστε πρέπει. Γιατί μόνο έτσι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην ξεχαστούν ποτέ τα θύματα της τραγικής αυτής ιστορίας. Ζήτησε δικαίωση. Μια δικαίωση που όπως πολύ σωστά είπε είναι λάθος να μπαίνει στον ίδιο ντορβά με άλλες υποθέσεις και να περιμένουμε πως θα αναστηθεί με το φίλτρο της τοξικότητας. Φτάνει η τακτική του αλληλοσπαραγμού.
Όλοι δικαίωση ζητάμε. Όλοι το ίδιο θα έπρεπε να ζητάμε. Όποιο πολιτικό χρώμα κι αν φέρουμε κι απ’ όποιο πολιτικό «αντίλαλο» κι αν την διεκδικούμε. Και η μόνη αρμόδια για αυτό είναι η δικαιοσύνη. Όλοι οι άλλοι καλά θα κάνουμε να σωπάσουμε, εκτός αν έχουμε να πούμε (ή να μας πούνε) κάτι πολύ σημαντικό.