Η κίνηση αυτή εξόργισε τη Γερμανία, ενώ «η Αθήνα υποστηρίζει από την πλευρά της πως η υπεραπόδοση των εσόδων επιτρέπει ένα κοινωνικό πακέτο μέτρων, χωρίς να ξεφεύγει από τις μνημονιακές της υποχρεώσεις. Ένας πόλεμος ανακοινώσεων ανάμεσα στην Αθήνα- Ευρωπαίων ηγετών και του ΔΝΤ είναι σε εξέλιξη, οδηγώντας πολλούς στο συμπέρασμα ότι αυξάνεται και πάλι το ρίσκο για μια νέα κρίση στην Ελλάδα.
Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις δεσμεύσεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της μεγάλης πτώσης της δημοτικότητάς του στην χώρα που μαστίζεται από την ύφεση», συνεχίζει το άρθρο.
Το δημοσίευμα συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως «Ο Αλέξης Τσίπρας, βλέποντας τις ελπίδες του για έναν συμβιβασμό μέσα στον μήνα να σβήνουν, σκέφτεται το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, όπως αναφέρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Δεν έχει πάρει την απόφασή του και αναμένεται να επανεξετάσει την πρόοδο των διαπραγματεύσεων τον Ιανουάριο, αναφέρουν οι πηγές. Αν ο κύριος Τσίπρας προκηρύξει εκλογές, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι το τέλος της αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μετά από δύο ταραχώδη χρόνια στην εξουσία».
Συνεχίζοντας, η WSJ τονίζει πως «όποια κυβέρνηση και να αναλάβει, αν γίνουν εκλογές, θα έχει να αντιμετωπίσει δυσκολίες με τους σκληρούς όρους που βάζει το ΔΝΤ. Από την άλλη η Γερμανία θέλει το Ταμείο να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα ως χρηματοδότη. Το ΔΝΤ απαιτεί περισσότερα μέτρα λιτότητας αν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ. Η επιμονή του ΔΝΤ σε συνδυασμό με την απροθυμία της Γερμανίας για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, έφεραν τον Τσίπρα σε δύσκολη κατάσταση».
Η WSJ τέλος αναφέρεται και στη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο αύριο, Παρασκευή, όπου σύμφωνα με πηγές από την Ελλάδα, θα της εξηγήσει ότι τα πολιτικά όρια για επιπλέον λιτότητα σε μια κοινωνία που επί χρόνια υποφέρει είναι συγκεκριμένα. Παρόλ’ αυτά η ανταπόκριση της Μέρκελ απέναντι σε ανάλογα αιτήματα της ελληνικής πλευράς, όπως έχει δείξει η προϊστορία, είναι χλιαρή, παραπέμποντας τέτοιες αποφάσεις και συζητήσεις στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς