Ενδιαφέρον έχει το βιβλίο της και για τη χώρα μας, καθώς κάνει αναφορά στους πρώην πρωθυπουργούς. Σύμφωνα με την ΕΡΤ, στον Αντώνη Σαμαρά αναφέρεται μόνο με δύο προτάσεις: «Ότι κέρδισε τις εκλογές μετά τον Παπανδρέου» και ότι «δεν εφήρμοσε τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί». Μεγάλες είναι οι αναφορές της Άνγκελα Μέρκελ στον Αλέξη Τσίπρα, για τον οποίο τόνισε ότι «ήταν σαν σταρ». Κλείνει μάλιστα το κεφάλαιο, το οποίο το περιγράφει ως «ο δρόμος για την Ιθάκη», περιγράφοντας τη σκηνή από την ψαροταβέρνα στον Πειραιά, την τελευταία συνάντηση που είχε με τον κ. Τσίπρα, όπου συζητούσαν ξανά το τι είχε γίνει το 2015 και ο Αλέξης Τσίπρας της είχε πει ότι έπρεπε να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να πάρει μαζί του τον κόσμο στην απόφαση να μην βγει η Ελλάδα από το ευρώ.
«Αδημονούσα, ομολογώ, να δω τι είδους προσωπικότητα θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός μου. Έως τότε είχαμε μιλήσει δύο φορές στο τηλέφωνο, με διερμηνείς, και είχαμε δύο σύντομες συναντήσεις σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες. Μου είχε κάνει καλή εντύπωση τότε· περισσότερα δεν μπορούσα να πω. Ήξερα από τις πρώτες μας συναντήσεις ότι μιλούσε καλά αγγλικά» τονίζει η Άνγκελα Μέρκελ στο βιβλίο της.
«Τον περίμενα στην είσοδο του Έρενχοφ της ομοσπονδιακής Καγκελαρίας για να τον υποδεχθώ με στρατιωτικές τιμές. Η άφιξή του καθυστέρησε διότι θεώρησε απαραίτητο να κατέβει από το αυτοκίνητο μπροστά από την Καγκελαρία και να χαιρετήσει ο ίδιος προσωπικά τους διαδηλωτές του κόμματος Ντι Λίνκε. Οι φωνές “Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη!” έφτασαν στ’ αυτιά μου από μακριά. Ήλπιζα μόνον η παραμονή του εκεί να μη διαρκέσει τόσο ώστε να σκιάσει την ατμόσφαιρα της επίσκεψής του πριν καν αρχίσει.
Ο Τσίπρας έφτασε πράγματι σύντομα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο μ’ ένα φιλικό, αφοπλιστικό χαμόγελο. Τον χαιρέτησα και έκανα μια σύντομη παρατήρηση για αυτό το προκαταρκτικό του πρόγραμμα. Μου απάντησε με αυτοπεποίθηση και διαλλακτικότητα ότι δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί κανείς τους οπαδούς του. Συμφώνησα με χαμόγελο. Αμέτρητοι φωτογράφοι έστρεψαν τους φακούς τους πάνω μας. Βρισκόμασταν υπό στενή παρακολούθηση» γράφει η άλλοτε καγκελάριος.
Στη συνέχεια αναφέρει ότι στη συνομιλία της με τον Αλέξη Τσίπρα «τόνισα τη σταθερή βούλησή μου για την παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, κάτι που απαιτούσε δουλειά και από τους δυο μας. Ήδη το καλοκαίρι του 2012 είχα σκεφτεί πολύ τα επιχειρήματα όσων ήθελαν να πείσουν την Ελλάδα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Δεν κατάφεραν να με μεταπείσουν. Έκτοτε, η θέση μου ήταν ξεκάθαρη: Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει μέρος της ευρωζώνης. Η εξώθηση μιας χώρας να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Επιπλέον, από τη στιγμή που μια χώρα αποχωρούσε, θα αυξανόταν η πίεση στην επόμενη. Επίσης, το ευρώ ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό νόμισμα και η Ελλάδα ήταν το λίκνο της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, επισήμανα στον Τσίπρα πως υπήρχαν όροι που συνδέονταν με την παραμονή της χώρας του στην ευρωζώνη».
Μετά το τέλος της κατ’ ιδίαν συνάντησης, η Γερμανίδα καγκελάριος θυμάται ακόμη πως με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό μίλησαν εκτενώς για τις οικογένειές τους: «Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πέρα για πέρα ανοιχτός στη συνεργασία και ήθελε να ψηλαφήσει σιγά-σιγά τον δρόμο του σε ένα άγνωστο για εκείνον έδαφος. Η προσέγγιση αυτή μου φάνηκε πολύ οικεία και συμπαθητική.
Στη συζήτηση με τους συνεργάτες μας και ύστερα, στη διάρκεια του δείπνου, προσπαθήσαμε να βρούμε έναν τρόπο ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικας χωρίς να χρειαστεί να αθετήσει προεκλογικές υποσχέσεις. Κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή.
Πριν από το δείπνο δόθηκε μια συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο Τσίπρας και εγώ προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης: φιλικό, προσηνές ύφος και οι δύο, καμία υπαναχώρηση από κανέναν εκ των δύο. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, το ίδιο και η βούληση να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο η Άνγκελα Μέρκελ περιγράφει την κορύφωση των γεγονότων της διαπραγμάτευσης του ελληνικού προγράμματος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015.
Ανησυχία και γκρίνια στο ΠΑΣΟΚ
Στην ουσία, η Γερμανίδα καγκελάριος, η βασική αντίπαλος στη διαπραγμάτευση, παρουσιάζει το δημοψήφισμα ως αποτέλεσμα ενός αιφνιδιαστικού αλλά προμελετημένου ελιγμού που άφησε άφωνους τόσο την ίδια όσο και τους σημαντικότερους παίκτες του «ευρωπαϊκού ιερατείου»: τον Ολάντ, τον Τουσκ, τη Λαγκάρντ, τον Γιούνκερ.
Έναν αιφνιδιασμό που ήρθε, μάλιστα, σε μια στιγμή που, μετά από μαραθώνιες και πολυήμερες διαπραγματεύσεις, η ΕΕ εμφάνιζε για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για την Ελλάδα. Μέχρι τότε η ΕΕ ζητούσε επίμονα από την Ελλάδα να έχει την ιδιοκτησία του προγράμματος, να συνομολογήσει δηλαδή σε μέτρα λιτότητας, ενώ η ίδια απέφευγε να φέρει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης πρόταση για επαρκή χρηματοδότηση της χώρας.
Μετά την παρουσίαση της πρότασης από τον Τουσκ, ο Τσίπρας, θυμάται η ίδια, απέφυγε διακριτικά να πάρει τον λόγο, ώστε να μην καταγραφεί στα πρακτικά του Συμβουλίου η συμφωνία του. Η ίδια το κατάλαβε και έσπευσε από τη θέση της στη θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας για να του ζητήσει να τοποθετηθεί.
Το σχετικό απόσπασμα: «”Αλέξη, δεν είπες τίποτα ακόμη. Σκοπεύεις να πάρεις τον λόγο;”. “Όχι, ο Ντόναλντ έχει ήδη εξηγήσει τα πάντα”. “Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;” ρώτησα έκπληκτη. “Θα πάρω αμέσως το αεροπλάνο για Αθήνα και θα συσκεφθώ με το υπουργικό μου συμβούλιο για το τι θα κάνουμε” απάντησε ήρεμα.
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Έκανα τον γύρο του τραπεζιού και πλησίασα τον Ολάντ. Ήταν και εκείνος έκπληκτος. Και οι δυο μας, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, είχαμε αποκομίσει σαφώς την εντύπωση πως ο Τσίπρας είχε αποδεχθεί το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαπραγματεύσεων. Ο Τουσκ είχε, επίσης, μιλήσει στο ίδιο μήκος κύματος.
Επέστρεψα στον Τσίπρα και τον ρώτησα: “Και τι φαντάζεσαι πως θα προκύψει από τις διαβουλεύσεις;”. “Δεν ξέρω” απάντησε. “Πότε θα ξέρεις;” επέμεινα. “Αυτό θα σου το πω σήμερα, νωρίς το βράδυ”.
Ο Ολάντ και εγώ κανονίσαμε να γίνει μια τριμερής τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Τσίπρας είπε στον Ολάντ και σ’ εμένα ότι το υπουργικό του συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το συμφωνηθέν πρόγραμμα. Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα έπρεπε να αποφασίσει ο λαός. Θα το ανακοίνωνε στους πολίτες του σε τηλεοπτικό διάγγελμα το ίδιο βράδυ.
Μέχρι εδώ όλα καλά, σκέφτηκα. Στη συνέχεια ρώτησα ποια ήταν η σύσταση της κυβέρνησής του προς τον λαό. “Όχι, φυσικά” είπε νέτα-σκέτα.
Απ’ όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει ποτέ στην πολιτική μου ζωή, αυτό εδώ μου επιφύλαξε ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Προς στιγμήν, ο Ολάντ και εγώ μείναμε άφωνοι».
Στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου όλα είναι διαφορετικά: «Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, ο Τσίπρας είχε στην αντιπροσωπεία του εκλεκτούς τραπεζικούς εμπειρογνώμονες. Το δημοψήφισμα ήταν πια παρελθόν. Το πρωί συμφωνήσαμε στα βασικά σημεία ενός τρίτου προγράμματος διάσωσης με χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Χάριν ευχέρειας στις διεξοδικές διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα αυτό τις επόμενες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε στην Ελλάδα ένα δάνειο-γέφυρα.
Στις 19 Αυγούστου 2015 η Μπούντεσταγκ ψήφισε υπέρ του νέου ελληνικού προγράμματος. Με το πρόγραμμα που εγκρίθηκε “είχε σωθεί πλέον και η Ελλάδα”» σημειώνει η Άνγκελα Μέρκελ, και κλείνει τις αναφορές για την Ελλάδα με το ταξίδι της στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2019, όταν πια τα μνημόνια ήταν παρελθόν.
«Δείπνησα με τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα εστιατόριο θαλασσινών στον Πειραιά. Μιλήσαμε ξανά για τον Ιούλιο του 2015, όταν η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού, όπως του είπα.
Ο Τσίπρας μού εξήγησε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με έναν πειστικό τρόπο ότι η νέα κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα. Όταν τα άλλα κράτη-μέλη αντιτάχθηκαν σ’ αυτό, κατέστη σαφές ότι επρόκειτο πλέον για ένα ζήτημα που αφορούσε κατά βάση τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο ευρώ.
Η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα στις νέες, πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχθεί ισχυρότερο» καταλήγει η Άνγκελα Μέρκελ.
Τι λέει για τη Ρωσία
Η 70χρονη πρώην καγκελάριος κατηγορείται σήμερα ότι άφησε τη Γερμανία επικίνδυνα εξαρτημένη από το φθηνό ρωσικό αέριο και ότι συνέβαλε στην άνοδο της άκρας δεξιάς με τη πολιτική της του ανοίγματος έναντι των μεταναστών. Απούσα από την πολιτική συζήτηση από τα τέλη του 2021 που άφησε την εξουσία, η Άνγκελα Μέρκελ ξαναπαίρνει το λόγο σε μια περίοδο που η επικαιρότητα σηματοδοτείται από τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, την προσεχή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο και την προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία ενόψει των πρόωρων εκλογών του Φεβρουαρίου.
Τις μεγαλύτερες επιθέσεις τις δέχθηκε για τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας διέταξε το Σεπτέμβριο 2015 να μην επαναπροωθούνται οι πρόσφυγες που φθάνουν στα σύνορα της χώρας. Στη συγγραφή αυτών των απομνημονευμάτων την ώθησε η βούλησή της να εξηγήσει τα τότε κίνητρά της, το «όραμά (της) για την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση», αναφέρει στο βιβλίο αυτό. Με τη φράση της που άφησε εποχή, «θα τα καταφέρουμε» («Wir schaffen das»), προέβαλε «μια στάση»: «εκεί όπου υπάρχουν εμπόδια, πρέπει να εργαζόμαστε για να τα υπερβούμε». Υποστηρίζει πως «εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει», σχετικά με μια σέλφι που είχε βγάλει με ένα σύρο πρόσφυγα, «το γεγονός ότι κάποιοι υπέθεσαν πως ένα ευγενικό πρόσωπο σε μια φωτογραφία ήταν αρκετό για να παρακινήσει ολόκληρες λεγεώνες ανθρώπων να διαφύγουν από την πατρίδα τους».
Αν και τονίζει πως «η Ευρώπη οφείλει πάντα να προστατεύει τα εξωτερικά σύνορά της», υπογραμμίζει πως «η ευημερία και το κράτος δικαίου θα κάνουν πάντα την Γερμανία και την Ευρώπη (…) τόπους στους οποίους οι άνθρωποι επιθυμούν να πάνε». Σχετικά με την άνοδο του γερμανικού ακροδεξιού σχηματισμού Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), προειδοποιεί τα δημοκρατικά κόμματα: «αν πιστεύουν πως θα καταφέρουν να συγκρατήσουν την άνοδο της AfD συνεχίζοντας αδιάκοπα να υιοθετούν τα θέματά της, ακόμη και να προχωρούν σε ρητορική πλειοδοσία χωρίς να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις στα υφιστάμενα προβλήματα, θα αποτύχουν».
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το Φεβρουάριο 2022, κατηγορήθηκε ότι κατέστησε τη Γερμανία εξαρτημένη από τις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου. Εντούτοις, υπογραμμίζει, η δημιουργία του αγωγού αερίου Nord Stream 1 είχε υπογραφεί από τον προκάτοχό της, τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος έγινε στη συνέχεια πρόεδρος της επιτροπής μετόχων και του εποπτικού συμβουλίου της εταιρείας αυτής. Για τον Nord Stream 2, τον δεύτερο αγωγό αερίου που ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία και για τον οποίο είχε δώσει το πράσινο φως μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, εξηγεί πως θα ήταν τότε «δύσκολο να δεχθούν οι άνθρωποι τόσο στη Γερμανία (…) όσο και σε αριθμό κρατών μελών της ΕΕ» την εισαγωγή άλλων πιο ακριβών καυσίμων.
Δικαιολογεί επίσης την επιλογή αυτή επικαλούμενη τη σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, την οποία είχε αποφασίσει το 2011 μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα: «το φυσικό αέριο κάλυπτε περισσότερο παρά ποτέ το ρόλο μιας μεταβατικής ορυκτής τεχνολογίας» περιμένοντας να πάρουν τη σκυτάλη οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η πρώην καγκελάριος συνιστά εξάλλου να μην υπάρξει επιστροφή προς τα πίσω στη Γερμανία σε ό,τι αφορά την ατομική ενέργεια, όπως προτείνουν μερικοί: «Δεν την έχουμε ανάγκη για να ικανοποιήσουμε τους κλιματικούς στόχους μας, για να είμαστε τεχνολογικά αποδοτικοί».
Κανένας άλλος ηγέτης δεν επικρίνεται τόσο στα απομνημονεύματα αυτά όσο ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο περιγράφει ως «έναν άνθρωπο που βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή, φοβούμενος μήπως τον κακομεταχειρισθούν και πάντα έτοιμος να καταφέρει πλήγματα, μεταξύ άλλων και να ασκήσει την εξουσία του παίζοντας με ένα σκύλο και κάνοντας τους άλλους να περιμένουν».
Εντούτοις «συνεχίζει να πιστεύει» πως «παρόλες τις δυσκολίες (…) έκανε καλά που επέμεινε (…) να μην αφήσει να κοπούν οι επαφές με τη Ρωσία (…) και να διατηρήσει επίσης δεσμούς μέσω των εμπορικών σχέσεων – πέραν των αμοιβαίων οικονομικών ωφελειών». Διότι, υπογραμμίζει, «η Ρωσία είναι, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μία από τις δύο κύριες παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις» και είναι γείτονας της Ευρώπης.
Εξακολουθεί επίσης να υπερασπίζεται την αντίθεσή της σε μια ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, υποστηρίζοντας πως είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι το καθεστώς της υποψήφιας για ένταξη στο ΝΑΤΟ χώρας θα την είχε προστατεύσει από την επίθεση του Πούτιν.