Οι διηγήσεις για τον Τραμπ και τον Πούτιν είναι ήδη γνωστές. Ωστόσο, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της πρώην καγκελαρίου στο ελληνικό δράμα της προηγούμενης δεκαετίας, με την είσοδο της χώρας μας στα Μνημόνια και την ακροβασία στο χείλος του Grexit το 2015, εύλογα εξάπτει την περιέργεια του Ελληνα αναγνώστη. Θα ήταν ευχής έργον η αναφορά της Μέρκελ στην Ελλάδα να περιοριζόταν στον ακτιβισμό της για την απελευθέρωση του… Μίκη Θεοδωράκη από τη χούντα τη δεκαετία του ’70. Ως μαθήτρια στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, είχε συντάξει με τη βοήθεια της ελληνομαθούς μητέρας της επιστολή στα ελληνικά και απογοητεύθηκε σφόδρα όταν ο μέγας μουσικοσυνθέτης και αντιστασιακός επέλεξε τη Δύση αντί για τον «παράδεισο» του Υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Δυστυχώς, η σχέση της Χριστιανοδημοκράτισσας καγκελαρίου με την Ελλάδα σημαδεύτηκε από το ψυχόδραμα της ελληνικής χρεοκοπίας και από τη σχέση της με τους τρεις πρωθυπουργούς εκείνης της περιόδου: Τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Αντώνη Σαμαρά και τον πιο δυσερμήνευτο όλων, τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν για την Αγκελα Μέρκελ μια διαρκής εναλλαγή συναισθημάτων. Ισως το πιο ανατρεπτικό που αναφέρει γι’ αυτόν στο βιβλίο της είναι ότι στις πρώτες τους συναντήσεις διαπίστωσε πως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ…«ήξερε καλά αγγλικά»(!) Πριν από την πρώτη του επίσκεψη στην καγκελαρία τον Μάρτιο του 2015, γράφει ότι «αδημονούσε να γνωρίσει τον κατά 20 χρόνια μικρότερό της, πρωθυπουργό της Ελλάδας». Της είχε φανεί συμπαθής κι επιπλέον σε άλλο σημείο του βιβλίου λέει πως ήταν πεπεισμένη ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει στην ευρωζώνη, διαφορετικά θα ακολουθούσαν και άλλες χώρες. «Προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικας, χωρίς να χρειαστεί να αθετήσει προεκλογικές υποσχέσεις. Κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου δηλαδή. Πριν από το δείπνο δόθηκε μια συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο Τσίπρας κι εγώ προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης: φιλικό, προσηνές ύφος και οι δύο, καμία υπαναχώρηση από κανέναν απ’ τους δύο. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, το ίδιο και η βούληση να βρεθεί λύση».
Λίγους μήνες αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Η Μέρκελ και ο Ολάντ έμειναν με το στόμα ανοιχτό στις 26 Ιουνίου, όταν ο Τσίπρας τους ανακοίνωσε τηλεφωνικά ότι θα προκηρύξει δημοψήφισμα για τη συμφωνία με τους δανειστές, προτείνοντας το «όχι». Κατά τη Μέρκελ, αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στη ζωή της.
Ομως στις 12 Ιουλίου όλα είναι διαφορετικά. «Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, ο Τσίπρας είχε στην αντιπροσωπεία του εκλεκτούς τραπεζικούς εμπειρογνώμονες. Το δημοψήφισμα ήταν πια παρελθόν. Το πρωί συμφωνήσαμε στα βασικά ενός τρίτου προγράμματος διάσωσης με χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Η Ελλάδα είχε πια σωθεί», γράφει η Μέρκελ.
Κατά τα άλλα, η πρώην καγκελάριος χαρακτηρίζει «θαρραλέα και αποφασιστική» τη στάση του Τσίπρα στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
«Ο Σαμαράς απέτυχε στις μεταρρυθμίσεις»
Η αναφορά της Μέρκελ στον πρώην αρχηγό της Ν.Δ. είναι ψυχρά λακωνική. Προσάπτει στον Σαμαρά ότι «είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να ηττηθεί από τον Τσίπρα. Η νίκη του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη Μέρκελ, «οφείλεται στην οργή πολλών Ελλήνων πολιτών για τα προγράμματα διάσωσης του ευρώ».
Η Μέρκελ παραδέχεται ότι η επιβολή σκληρής λιτότητας στην Ελλάδα ήταν μια «οδύσσεια», όπως την περιέγραψε ο Παπανδρέου από το Καστελλόριζο το 2010, αλλά και μια «έσχατη λύση, μια μοναδική επιλογή χωρίς εναλλακτική», για να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του ευρώ και να μην καταρρεύσουν οι γερμανικές τράπεζες: «Φυσικά υπάρχουν πάντα εναλλακτικές στη ζωή. Ακραία μιλώντας, ακόμη και το να πηδήξεις από την ταράτσα είναι μια εναλλακτική – έναντι της ζωής», αναφέρει η καγκελάριος στο βιβλίο.
Ο Παπανδρέου δεν κατανοούσε
Στον Παπανδρέου προσάπτει ότι δεν κατανοούσε την κρισιμότητα των στιγμών και συμπεριφερόταν σαν να είχε άπλετο χρόνο για να μειώσει κατά 4 μονάδες το ελληνικό ΑΕΠ, ώστε να εμπιστευθούν ξανά την Ελλάδα οι αγορές: Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αφτί».