Αυτό όμως, όπως υποστήριξε, δεν θα φέρει αποτελέσματα και η υποχώρηση που επιθυμεί η κυβέρνηση δεν θα συμβεί, εκτίμησε ο πρώην πρωθυπουργός.
«Η κοινή πορεία των χωρών της Ένωσης αποτελεί μια τεράστια επένδυση, την οποία ένα μέλος της δεν μπορεί να θυσιάσει χωρίς σημαντικό κόστος για το ίδιο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Το ερώτημα «αν αντέχει η χώρα την επιλογή της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση» δεν μπορεί να τεθεί. Είναι τόσο άσχετο με την πραγματικότητα, όσο και το ερώτημα αν αντέχει ο άνθρωπος τη ζωή. Την ζει ή αυτοκτονεί», πρόσθεσε εμφατικά ο πρώην πρωθυπουργός.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
«Η μικρή Ελλάδα θα πρέπει να γίνει η σοβαρή Ελλάδα» τόνισε στη συνέχεια ο κ. Σημίτης και σημείωσε πως «η κύρια επιδίωξη της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Διότι, τι άλλο από έλλειψη εμπιστοσύνης σημαίνει ο μικρός αριθμός ξένων επενδύσεων στη χώρα, ή το γεγονός της συνεχούς αύξησης του επιτοκίου, που θα πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα αν θέλει να δανεισθεί από τις αγορές;».
Επ’ αυτού, ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ιδιαίτερα το πρόβλημα της «έλλειψης ενός δικού μας αναπτυξιακού μοντέλου» και υπογράμμισε ότι με τις αδιάκοπες κωλυσιεργίες της Αθήνας «οι δυνατότητες επανάκαμψης μειώνονται συνεχώς και ο αναγκαίος χρόνος για την επάνοδο στην ομαλότητα αυξάνεται όλο και περισσότερο».
Για την πορεία της ΕΕ ο κ. Σημίτης επεσήμανε το πρόβλημα της «δομικής ανισορροπίας» που τη χαρακτηρίζει – «ο Βορράς πραγματοποιεί πλεονάσματα και ο Νότος ελλείμματα» είπε- και άρα, αν δεν αρθεί αυτή η αδυναμία «οι κρίσεις στην Ένωση θα έρχονται και θα επανέρχονται» τόνισε.
Ο κ. Σημίτης υποστήριξε ότι η διεθνής αλληλεξάρτηση δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχουν κράτη με απόλυτη αυτονομία, καθώς προβλήματα (όπως η μετανάστευση ή η κλιματική αλλαγή) απαιτούν συμπόρευση και συνεργασία.
Αναφορικά με την κρίση, ο κ. Σημίτης παρατήρησε ότι αυτή εξελίσσεται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον πιο δυσμενές, καθώς στη μεν ΕΕ «το 2017 είναι έτος εκλογών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες», ενώ στις ΗΠΑ, η εξωτερική πολιτική Τραμπ φαίνεται πως θα χαρακτηριστεί από έναν «εθνικιστικό ηγεμονισμό».