Είναι λύση η έξοδος του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα ή πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τον Σόιμπλε, που λέει ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε τέταρτο Μνημόνιο;
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι είναι γενικά λάθος να παίρνει κανείς αψήφιστα τα λεγόμενα του υπουργού των Οικονομικών της Γερμανίας. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, δεν θα επρόκειτο κατά κυριολεξία για τέταρτο Μνημόνιο, αλλά για ανασχεδιασμό του τρέχοντος τρίτου δανειακού προγράμματος και του Μνημονίου που το συνοδεύει. Οσο για το ΔΝΤ, αυτό είναι ανεπιθύμητος δανειστής, επειδή τα δάνειά του είναι κατά κανόνα βραχυπρόθεσμα (σε μια τάξη μεγέθους πενταετίας), υψηλότοκα (σε σύγκριση με εκείνα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) και ανεπίδεκτα ελάφρυνσης, αναδιάρθρωσης κ.λπ., δεδομένου ότι συμμετέχουν σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου και άρα ο συσχετισμός δυνάμεων είναι καταθλιπτικός εις βάρος του κράτους-οφειλέτη. Εξάλλου, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, ύστερα από μια αρχική φάση υπεραισιοδοξίας για το ελληνικό πρόγραμμα το 2010-2011, έχουν φθάσει τώρα στο άλλο άκρο και προβάλλουν παράλογα υψηλές απαιτήσεις μέτρων λιτότητας προκειμένου να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι με τους δανειστές δημοσιονομικοί στόχοι. Το μόνο θετικό στοιχείο στην όλη στάση του Ταμείου είναι ότι συνηγορεί για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, όχι όμως σε ό,τι αφορά τις δικές του πιστώσεις, παρά μόνο εκείνες των Ευρωπαίων. Αυτό, βέβαια, είναι δώρον άδωρον, αφού οι Ευρωπαίοι αρνούνται κατηγορηματικά (προς το παρόν τουλάχιστον) κάθε «κούρεμα» του κεφαλαίου του χρέους. Σε μια συνολική αποτίμηση, επομένως, η έξοδος του ΔΝΤ σαφώς δεν θα έλυνε τα προβλήματά μας, αλλά θα τα απλοποιούσε σε κάποιο βαθμό.
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθυστερεί και η νέα προθεσμία είναι το τέλος Φεβρουαρίου. Γιατί αυτή η βραδύτητα;
Επειδή οι δανειστές για μία ακόμη φορά προβάλλουν επαχθείς απαιτήσεις και η κυβέρνηση προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορεί. Τα πράγματα, άλλωστε, περιπλέκονται από τις διαφορές απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν. Εστω και με δυσκολία, πάντως, το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να ανταποκριθεί εξ ιδίων μέσων στις υποχρεώσεις πληρωμών του έως τον Ιούνιο του 2017, αλλά μια παράταση της εκκρεμότητας έως τότε θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Στη λύση αυτού του δύσκολου σταυρόλεξου θα μπορούσαν να συμβάλουν η βελτίωση της αποδοτικότητας του διοικητικού και ιδίως φορολογικού μηχανισμού και η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, δηλαδή πράγματα που εξαρτώνται από εμάς και όχι από τους δανειστές.
Ποιο είναι το plan Β αν δεν ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση και δεν ενταχθούμε στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ;
Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν συνεπάγεται αυτομάτως ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να αξιολογήσει η ΕΚΤ ως βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος (αφού αν δεν είναι βιώσιμο, δηλαδή αν τα ομόλογά μας αξιολογηθούν από την ίδια ως επισφαλή, τότε η αγορά τους θα συνεπαγόταν πιθανή ευθύνη των διοικούντων της ΕΚΤ για απιστία εις βάρος της). Είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς βιώσιμο ένα χρέος που βρίσκεται σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο αν έχει προηγηθεί με μικρή χρονική διαφορά και η έξοδος του ΔΝΤ ακριβώς κατ’ επίκληση της μη βιωσιμότητας του χρέους. Ούτε και θα είναι πανάκεια για τη μείωση των αποδόσεων και αντίστοιχη άνοδο των τιμών των ομολόγων ένα πρόγραμμα επαναγοράς της τάξης των 3 δισ. ευρώ (εκτός αν υπάρξουν ειδικές παράμετροι για τα ελληνικά ομόλογα, πράγμα ακόμα πιο δύσκολο). Το εναλλακτικό σχέδιο θα μπορούσε να είναι η αξιοποίηση, τους επόμενους κρίσιμους 18 μήνες, του συνόλου των υπερβάσεων των δημοσιονομικών στόχων/πλεονασμάτων μας αποκλειστικά για την επαναγορά ομολόγων, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση της λήψης μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, υπό τη μορφή της επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από πράξεις επί ελληνικών ομολόγων και διάθεσής τους ομοίως για την επαναγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΑΝΟΥ
[email protected]
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής