Ενα ρεκόρ 288 ψήφων βουλευτών. Ενας αθόρυβος πρωταγωνιστής, ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, που προέταξε τη σκληρή δουλειά και την αποτελεσματικότητα από μία πρόσκαιρη «νίκη εντυπώσεων» που όμως δεν θα έλυνε το πρόβλημα.
Μέσα σε λιγότερο από 100 ημέρες ο κ. Θεοδωρικάκος ολοκλήρωσε τη μεταρρύθμιση η οποία πριν από τον Ιούλιο φάνταζε αδύνατη, πάντοτε βέβαια υπό την καθοδήγηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και με την πολύτιμη βοήθεια του αρμόδιου υφυπουργού Θόδωρου Λιβάνιου.
Πώς έγιναν οι απαραίτητες συγκλίσεις, ποια ήταν τα βήματα και τα εμπόδια, πότε κλείδωσε οριστικά το νομοσχέδιο; Ενδιαφέρον το παρασκήνιο των ζυμώσεων, με στοιχεία ανατροπών αλλά κυρίως ρεαλισμού.
Το κυριακάτικο απόγευμα της 21ης Ιουλίου ήταν τόσο ζεστό όσο και η πολιτική ατμόσφαιρα στο Κοινοβούλιο όπου διεξαγόταν η διαδικασία της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης. Ο Τάκης Θεοδωρικάκος, ο οποίος παρουσίαζε τις βασικές προτεραιότητες του υπουργείου του, στάθηκε ιδιαίτερα σε ένα σημείο. Με βεβαιότητα, που ξένιζε για εκείνη τη χρονική στιγμή, είπε πως «σε κάθε περίπτωση θα καθιερωθεί το δικαίωμα των Ελλήνων του εξωτερικού να ψηφίζουν για την ελληνική Βουλή από τη χώρα στην οποία βρίσκονται».
Μέσα στον καταιγισμό των θετικών οικονομικών μέτρων και των νέων πολιτικών που ανακοινώνονταν εκείνες τις ημέρες, αυτή η δήλωση φάνηκε ως μια ακόμα κυβερνητική υπόσχεση… αορίστου χρόνου. Αλλοι τη θεώρησαν ως μία ακόμη εξαγγελία, που συνηθίζεται στις πιο «εύκολες ημέρες» κάθε κυβερνητικού σχήματος, την περίοδο των προγραμματικών δηλώσεων.
Από το 1975
Αλλωστε, τα εμπόδια ήταν πολλά. Η συζήτηση για την παροχή ψήφου στους αποδήμους είχε ανοίξει το 1975 και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 απαιτούνταν 200 ψήφοι βουλευτών για να γίνει νόμος. Πάντοτε στο παρελθόν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις φρέναραν οποιαδήποτε προσπάθεια διακομματικού διαλόγου που θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις συμφωνίας. Πολύ απλά επί 18 χρόνια από την τελευταία συνταγματική ρύθμιση δεν είχε γίνει κάτι απτό για τους απόδημους ψηφοφόρους.
Παρά το γεγονός ότι ο στόχος ήταν δύσκολος η βεβαιότητα με την οποία είχε εκφραστεί ο υπουργός Εσωτερικών δεν ήταν διόλου τυχαία. Το στοίχημα ήταν μεγάλο τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τον ίδιο τον Τάκη Θεοδωρικάκο. Στον πέμπτο όροφο του κτιρίου της Βασιλίσσης Σοφίας, αρχές φθινοπώρου, έμπαιναν οι τελευταίες πινελιές στην πρόταση που θα αποτελούσε τη βάση συζήτησης μεταξύ των κομμάτων.
Την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου ο υπουργός βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου είχε συναντήσεις με εκπροσώπους ομογενειακών οργανώσεων. Το μήνυμα που του έδωσαν ήταν ξεκάθαρο: περίμεναν με ανυπομονησία ύστερα από δεκαετίες να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται, το ΠΑΣΟΚ αεροβατεί
Με Μητσοτάκη
Στις 3 Οκτωβρίου στη συνάντηση του Τάκη Θεοδωρικάκου με τον Κυριάκο Μητσοτάκη οριστικοποιήθηκε ότι θα ξεκινούσαν άμεσα οι διαδικασίες για τον διάλογο με τα κόμματα. Η επιλογή του πρωθυπουργού να αποσυνδέσει την παροχή ψήφου στους απόδημους από τη διαδικασία αλλαγής του εκλογικού νόμου ήταν εξαιρετικά σημαντική στη δημιουργία ενός ήρεμου πολιτικού κλίματος πριν από το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων.
Υστερα από λίγες ημέρες, στις 11 Οκτωβρίου, οι πολιτικοί αρχηγοί πέρασαν την πόρτα του Μεγάρου Μαξίμου. «Ας αποκαταστήσουμε την αδικία, ας κάνουμε το αυτονόητο πράξη» ήταν η προτροπή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η Φώφη Γεννηματά είπε «ναι», θετικοί υπό όρους εμφανίστηκαν οι Δημήτρης Κουτσούμπας, Γιάνης Βαρουφάκης και Κυριάκος Βελόπουλος.
Μόνος αρνητικός ήταν ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αμήχανος που βρέθηκε απομονωμένος από όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, προσπάθησε να βρει διάφορες τεχνικού τύπου δικαιολογίες. Στην πραγματικότητα η διαφωνία του εδραζόταν στο ότι δεν επιθυμούσε να προσμετράται η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς πίστευε ότι δεν θα ήταν υπέρ του.
Τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου ο Τάκης Θεοδωρικάκος απηύθυνε πρόσκληση σε όλα τα κόμματα να ορίσουν εκπρόσωπο για τη συγκρότηση επιτροπής που θα αναζητούσε κοινή συνισταμένη στην τελική διαμόρφωση του νομοσχεδίου. Μόλις δυο ημέρες αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου, συνεδρίασε για πρώτη φορά η διακομματική επιτροπή. Αυτή η πρώτη συζήτηση διήρκησε δυόμισι ώρες και ήταν ουσιαστική. Μπήκαν τα θεμέλια για ένα πλαίσιο συμφωνίας τεσσάρων σημείων, το οποίο, όπως δεσμεύτηκε ο υπουργός, θα λάμβανε υπόψη τις θέσεις όλων των κομμάτων.
Συμφωνία
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες τις επόμενες ημέρες. Μέσα σε δυο συνεδριάσεις, στις 21 και 22 Οκτωβρίου, επετεύχθη συμφωνία. Το σχέδιο προέβλεπε ότι η ψήφος των αποδήμων θα είναι ισότιμη με των ημεδαπών, πως θα ψηφίζουν το ψηφοδέλτιο Επικρατείας με αυτοπρόσωπη παρουσία και τέθηκαν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη δημιουργία των ειδικών εκλογικών καταλόγων.
Οι αντιρρήσεις του ΚΚΕ είχαν καμφθεί, το ΠΑΣΟΚ και η Ελληνική Λύση συμφωνούσαν. Είχαν εξευρεθεί περισσότερες από 200 ψήφοι βουλευτών, ενώ είχε βρεθεί και η φόρμουλα για την αναθεώρηση του άρθου 54 του Συντάγματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που είχε ποντάρει όλη την αντιπολιτευτική τακτική του σε μια πιθανή υπαναχώρηση του ΚΚΕ, βρισκόταν πια σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ενώ θεωρούνταν βέβαιη η ψήφιση του νομοσχεδίου. Ακόμα μια πολιτική κυβίστηση της Κουμουνδούρου ήταν αναμενόμενη.
Ο Αλέξης Τσίπρας έψαχνε να βρει έναν εύσχημο τρόπο για να βγει από την απομόνωση στην οποία οδηγήθηκε και να δώσει το πράσινο φως. Βέβαια, τα παρελκυστικά παιχνίδια τακτικής από την αξιωματική αντιπολίτευση συνεχίστηκαν έως την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου στη Βουλή. Υστερα, όμως, από δυο μικρές τεχνικές τροποποιήσεις από την πλευρά του υπουργού δεν υπήρχαν άλλα επιχειρήματα… αντίστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ για μια ακόμα φορά είχε ηττηθεί σε στίβο διαπραγμάτευσης και σύρθηκε στην ψήφιση.
Ρεκόρ μεταπολίτευσης με 288 «ΝΑΙ»
Ο «νόμος Θεοδωρικάκου» καταγράφηκε ως ο πρώτος που ψηφίζεται από 288 βουλευτές στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η επίτευξη αυτού του ρεκόρ αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να υλοποιούνται αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Απαιτούνται ευρύτατες συναινέσεις στο πολιτικό σκηνικό και στην κοινωνία.
Και αν κάποιοι «γκρινιάζουν» για τους συμβιβασμούς που οδήγησαν στην ψήφιση του νομοσχεδίου, η απάντηση του Τάκη Θεοδωρικάκου είναι αφοπλιστική: «Μου λένε αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Απαντώ ότι έχει νερό μέσα. Αν δεν το ψηφίζαμε, δεν θα είχε ούτε μία σταγόνα».
Από την έντυπη έκδοση