Οι δημοσκοπήσεις εν όψει των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου ήταν ιδιαίτερα αρνητικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα και η τότε κυβέρνηση προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει όποια υπόσχεση και όποια δέσμευση υπήρχε μήπως μικρύνει κάπως τη διαφορά. Ούτως ή άλλως, γνώριζαν ότι δεν θα κληθούν να τις υλοποιήσουν, καθώς το αργότερο μέχρι τον Σεπτέμβριο θα είχαμε εθνικές εκλογές…
Ανάμεσα στα όσα ανακοίνωσε ο τότε πρωθυπουργός -με τη συμβολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου που είχε αναλάβει να εξηγήσει ό,τι δεν καταλάβαιναν οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν τη συνέντευξη Τύπου και ρωτούσαν- ήταν το «σχέδιο» για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2020, το 2021 και το 2022, που δεν θα ήταν ονομαστική, αλλά θα προέκυπτε από τη χρήση ποσού 5,5 δισ. ευρώ από το λεγόμενο «μαξιλάρι».
Με το γνωστό ύφος που έπαιρνε όταν δεν καταλάβαινε γιατί ακριβώς μιλούσε, ο κ. Τσίπρας προανήγγειλε το άνοιγμα ενός ειδικού λογαριασμού, στον οποίο η κυβέρνηση θα κατέθετε 5,5 δισ. ευρώ προερχόμενα από το λεγόμενο «μαξιλάρι», που αντιστοιχούσαν στο 3% του ΑΕΠ. Αυτό το ποσό θα λειτουργούσε ως εγγύηση έναντι των δανειστών ότι θα έπαιρναν τα χρήματά τους ως το 2022, ακόμα και αν η κυβέρνηση σχεδίαζε και λειτουργούσε για το 2020, το 2021 και το 2022 με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 2,5% και όχι 3,5% όπως είχε ψηφίσει με νόμο στη Βουλή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
«Χωρίς παραβίαση των στόχων του 3,5% θα μπορούμε να σχεδιάσουμε για την περίοδο 2020-2022 με 2,5% πρωτογενή πλεονάσματα» είχε πει τότε ο κ. Τσίπρας και είχε εξηγήσει κιόλας ότι η εκτίμηση της κυβέρνησης ήταν ότι το ποσό αυτό των 5,5 δισ. ευρώ, η εγγύηση δηλαδή, δεν θα χρησιμοποιούνταν καν επειδή οι ρυθμοί ανάπτυξης για το 2020, το 2021 και το 2022 θα ήταν μεγαλύτεροι από τους προβλεπόμενους.
Η πρώτη επίσημη «κατραπακιά» είχε έρθει από την πιο φιλική προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τους θεσμούς, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στην αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, που ήταν μέσα στην αξιολόγηση του Ιουνίου, σημείωσε ότι «εάν ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2022 αλλάξει, τότε αλλάζει όλη η δυναμική του χρέους», εκτιμώντας ότι ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ θα ανέβαινε κατά 25% ως το 2060. Στις ημέρες που προηγήθηκαν είχαμε μάθει ήδη ότι η πρόταση αυτή δεν παρουσιάστηκε ποτέ στους θεσμούς πριν παρουσιαστεί, ούτε στα τεχνικά κλιμάκια ούτε στους επικεφαλής τους. Και δεν την παρουσίασαν επειδή γνώριζαν ότι είχαν οι ίδιοι υπογράψει ότι τα χρήματα του «μαξιλαριού» δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, πέραν της εξυπηρέτησης του χρέους. Μάθαμε ακόμα ότι οι θεσμοί είχαν ήδη διακόψει τους δεσμούς με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως αντίδραση στην προεκλογική παροχολογία, που η εκτίμηση των θεσμών ήταν ότι «τινάζει» στον αέρα τους στόχους της μεταμνημονιακής φάσης. Μάθαμε, τέλος, ότι ο Γιώργος Χουλιαράκης αλλά και ο Δημήτρης Λιάκος είχαν διαχωρίσει τη θέση τους από αυτό που παρουσιάστηκε στο Ζάππειο ως «λύση», ενώ και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν ήταν πολύ ένθερμος υποστηρικτής της.
Με απλά λόγια, η ηγετική ομάδα της προηγούμενης κυβέρνησης, με προεξάρχοντα τον πρώην πρωθυπουργό, παρουσίασαν μία πρόταση που «φτιάχτηκε» στο πόδι, δεν βρέθηκε ποτέ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς γιατί θα την απέρριπταν σε χρόνο μηδέν, που δεν ήταν ονομαστική μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά εξυπηρετούσε τις προεκλογικές ανάγκες του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ που έπρεπε να βρουν κάτι να πουν για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, βλέποντας τον αντίπαλό τους, Κυριάκο Μητσοτάκη, να αναφέρεται στο θέμα και να υποστηρίζει ότι με συγκεκριμένες κινήσεις που θα βελτιώσουν το κλίμα για την ελληνική οικονομία και την Ελλάδα, το θέμα μπορεί να τεθεί και μάλιστα με αξιώσεις.
Η ίδια ανάγκη ωθεί σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα να εγκαλούν τον κ. Μητσοτάκη γιατί δεν ακολούθησε τη δική τους «συνταγή», με την οποία στην πραγματικότητα ουδείς ασχολήθηκε μαζί της στα σοβαρά, ούτε καν οι ίδιοι.
Προχθές, ο τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς ανάρτησε έναν πίνακα στα social media, όπου η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,5% για το 2020, το 2021 και το 2022 παρουσιάζεται ως «πολιτική ΣΥΡΙΖΑ».
Ο ΣΥΡΙΖΑ φοβάται ότι ο κ. Μητσοτάκης με τη στρατηγική που ακολουθεί, να βάζει μπροστά τις δικές μας υποχρεώσεις, να προσπαθεί να πείσει ότι η κυβέρνηση έχει μεταρρυθμιστικό σχέδιο και βούληση, να δείχνει αποτελέσματα και μετά να ζητά, μπορεί και να πετύχει εκεί που αυτοί απέτυχαν. Βλέπουν ακόμα ότι πέραν των πιθανοτήτων που υπάρχουν ως αποτέλεσμα της πολιτικής διαπραγμάτευσης, υπάρχουν πιθανότητες και ως αποτέλεσμα της οικονομοτεχνικής ανάλυσης, καθώς τα «λοιπά στοιχεία», όπως αναφέρονται στην αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του περασμένου Ιουνίου, δηλαδή οι τιμές των ελληνικών ομολόγων, οι ρυθμοί ανάπτυξης κ.λπ., πιθανότατα θα είναι βελτιωμένα, κάτι που αν συμβεί, θα αλλάξει κατά πολύ και τις εκτιμήσεις για την επιβάρυνση στο χρέος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί απεγνωσμένα και αμήχανα να παρασύρει τον κ. Μητσοτάκη να βιαστεί, τον πιέζει να κάνει το λάθος, ελπίζοντας να μη γίνει αποδεκτό το αίτημά του για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από τους εταίρους. Το κάνει αυτό διότι γνωρίζει επίσης πόσο σημαντικό θα είναι για την ελληνική οικονομία να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Επί της ουσίας, θα δημιουργηθεί περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για πολιτικές υπέρ των επενδύσεων και υπέρ της ανάπτυξης, αλλά και βελτίωση του κλίματος για την ελληνική οικονομία. Σε ό,τι αφορά την εμμονή για το ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει αφήσει απέξω το 2020, αυτό εξηγείται από τις πληροφορίες που τους έχει ήδη μεταφέρει ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ότι και για το 2020 προωθείται λύση που θα οδηγήσει στην ουσιαστική και όχι ονομαστική μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, μέσω της επιστροφής των κερδών των ελληνικών ομολόγων, θέμα που είχε «παγώσει» επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επειδή είχαν «παγώσει» και οι συζητήσεις με τους θεσμούς.
Από την έντυπη έκδοση