Το κοινωνικό μέρισμα των 710 εκατ. ευρώ που θα μοιραστούν και φέτος θα είναι όντως μια έκτακτη βοήθεια πριν τα Χριστούγεννα για όσα νοικοκυριά προσπαθούν να επιβιώσουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο με εισοδήματα 6.000 ευρώ για τους ανύπαντρους έως και περίπου 12.000 για οικογένειες με τρία παιδιά και φυσικά δεν λύνει κανέναν πρόβλημα. Θα το πάρουν ακόμη και οι συνταξιούχοι που δεν θα δουν να περικόπτεται η προσωπική διαφορά από τη σύνταξή τους το 2019 αλλά θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια για να δουν κάποια μόνιμη αύξηση στα εισοδήματά τους αφού αυτή είναι η συμφωνία που έγινε με την Επιτροπή για την ακύρωση του μέτρου.
Ωστόσο σίγουρα δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση 13η σύνταξη όπως ευαγγελίζονται κυβερνητικοί κύκλοι και δεν θα είναι πολύ δύσκολο ως μέτρο να επαναληφθεί και στο τέλος του 2019 καθώς την επόμενη χρονιά η πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% έναντι στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν δίνει περιθώρια. Ακόμη και αν το πλεόνασμα «φουσκώσει», όπως συμβαίνει κάθε φθινόπωρο, για να υπάρξει περιθώριο ενός ακόμη έκτακτου επιδόματος, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να το διαπραγματευτεί και πάλι μέχρι και το τέλος του χρόνου πριν το δώσει.
Μείωση ΕΝΦΙΑ, χωρίς αντίκρισμα
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 20% το 2019 θα έρθει να ισοσκελίσει αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες λόγω σταδιακού εναρμονισμού τους με τις εμπορικές που επιμερίστηκαν για ευνοϊκούς λόγους στην τριετία 2018-2020 καθώς αφορούν κυρίως τις λαϊκές περιοχές. Πριν μιλήσει κάποιος για καθαρή μείωση στη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων, θα πρέπει να συνυπολογίσει και την αύξηση άλλων 21 φόρων που βαρύνουν τα ακίνητα, οι οποίοι το 2019 θα έχουν καθαρή αύξηση. Μέσα σε αυτούς δεν είναι μόνοι οι φόροι μεταβίβασης δωρεάς γονικής παροχής αλλά και αυτοί που πληρώνονται κάθε δίμηνο και πληρώνονται στους δήμους μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ .
Αντώνης Σαμαράς: Ομόφωνα εκτός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας
Η μείωση φόρου επιχειρήσεων
Η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων κατά 4% του ΑΕΠ από το 29% σε 25%, με αρχή μια μείωση 1% του συντελεστή, έχει δοκιμαστεί στις αρχές του 2000 (τότε μειώθηκε ο συντελεστής από το 35% στο 25%) και έχει αποτύχει τόσο σε ό,τι αφορά στην αύξηση φορολογικών εσόδων όσο και στην προσέγγιση επενδύσεων. Η λογική ότι με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης θα «αποκαλυφθούν» εισοδήματα τα οποία αποκρύπτονται δεν ισχύει σε μια περίοδο εξαιρετικά χαμηλής ζήτησης από καταναλωτές για προϊόντα και υπηρεσίες. Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, κάποιος που δεν έκανε επενδύσεις φέτος λόγω συντελεστών θα μπορεί να περιμένει ως το 2022, οπότε θα έχει άμεσα όλο το όφελος από τη μείωση του συντελεστή φορολογίας για επιχειρήσεις. Αξιοσημείωτη δε είναι και η υπόμνηση της έκθεσης του ΓΛΚ ότι το μέτρο βρίσκεται υπό την αίρεση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων του ΜΠΔΣ 2018-2021.
Πολύ μεγαλύτερο κίνητρο θα ήταν η εφαρμογή της μείωσης κατά 3% του συντελεστή σε μια χρονιά από το 29% στο 26%, η οποία ήταν προγραμματισμένη για το 2020 μαζί με τη μείωση του αφορολογήτου.
Από την τροπολογία που κατατέθηκε το βράδυ της Τρίτης σε άσχετο νομοσχέδιο απουσίαζε αν και αναμενόταν η υλοποίηση της εξαγγελίας για τη μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών (δηλαδή των μερισμάτων) από το 15% στο 10% που αφορά τις -κερδοφόρες – μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τους μετόχους τους.
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]