Νωρίτερα ο κ. Σταϊνμάιερ επισκέφθηκε το στρατόπεδο Χαϊδαρίου όπου την περίοδο της γερμανικής κατοχής φυλακίσθηκαν εκατοντάδες Έλληνες αντιστασιακοί και κατέθεσε λουλούδια. Ακόμα ο κ. Σταϊνμάιερ κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης τον υποδέχθηκε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου.
Κατά την υποδοχή του Γερμανού προέδρου, ο Προκόπης Παυλόπουλος δήλωσε:
Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω και πάλι στην Αθήνα, ενάμιση περίπου χρόνο μετά την προηγούμενη πρώτη επίσημη επίσκεψή σας στην Ελλάδα, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Και μόνον η συχνότητα των επισκέψεων αυτών, σε συνδυασμό με το εξαίρετο κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσονται, αποδεικνύει πόσο όχι μόνον οι προσωπικές μας σχέσεις αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των Χωρών μας βρίσκονται σε άριστο επίπεδο.
Η επίσκεψή σας αυτή γίνεται σε μια συγκυρία όπου η Ελλάδα επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα προς τα εμπρός, μετά την μακρά και επώδυνη περίοδο των μνημονίων, η οποία στοίχισε πολύ ακριβά στον Ελληνικό Λαό που, όπως επανειλημμένως έχω τονίσει, κατέβαλε μεγάλο τίμημα ακόμη και για λάθη, τα οποία δεν θα μπορούσαν να του καταλογισθούν. Η γενναία αυτή στάση του Ελληνικού Λαού -η οποία αναγνωρίζεται πλέον γενικώς και ανεπιφυλάκτως- αποδεικνύει πόσο συνεπής ήταν και παραμένει πάντοτε στον Ευρωπαϊκό του προσανατολισμό. Και στο σημείο τούτο οφείλω να υπενθυμίσω και να εξάρω την δική σας προσωπική συμβολή υπέρ της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού, σε ιδιαίτερα κρίσιμες φάσεις της μνημονιακής περιόδου.
Εκείνο όμως, το οποίο θεωρώ κατ’ εξοχήν ουσιώδες και κρίσιμο στο πλαίσιο της νέας επίσκεψής σας στην Ελλάδα, είναι ότι συμμεριζόμαστε τις ίδιες αγωνίες αλλά και το ίδιο όραμα για την Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο συμβαίνει όταν το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα -μπροστά μάλιστα στις επόμενες εξαιρετικά κρίσιμες Ευρωεκλογές- αντιμετωπίζει ευθέως απειλές, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ως και στην αποδόμησή του.
Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές, πριν απ’ όλα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρέος να φθάσει ως την τελική της ενοποίηση, πολλώ μάλλον όταν ο ρόλος της είναι πλανητικός. Ήτοι ρόλος που δεν αφορά μόνο τους Λαούς της αλλά όλη την Ανθρωπότητα, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, μπορεί να αποτελεσματικότερα τις, τόσο κρίσιμες για την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της Διεθνούς Κοινότητας, αρχές και αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Η πορεία προς την ενοποίηση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος προϋποθέτει, πάντα υπό τα σημερινά δεδομένα, την ανάληψη, επειγόντως, πρωτοβουλιών κυρίως προς την κατεύθυνση της τόνωσης του πυλώνα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας. Προς την ίδια κατεύθυνση οφείλουμε να υπενθυμίζουμε, προς όλους τους Εταίρους μας, ότι η αρχή της Αλληλεγγύης αποτελεί θεμελιώδη κανόνα, πάνω στη βάση του οποίου στηρίζεται όλο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, σύμφωνα με την Ιστορία του και τον Πολιτισμό του. Οφείλουμε λοιπόν να σεβόμαστε την αρχή αυτή σε όλες της τις εκφάνσεις, και ιδίως όσον αφορά την επίλυση του, υπαρξιακού για την Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, Προσφυγικού και Μεταναστευτικού προβλήματος. Επέκεινα, Εταίροι οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την αρχή αυτή, παραβιάζουν ευθέως τόσο την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη όσο και τον αξιακό κώδικα του κοινού μας Πολιτισμού.
Επιπροσθέτως, μπροστά στην ήδη σοβούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, κατά κύριο λόγο με την μορφή της κρίσης χρέους, είναι ανάγκη να θωρακίσουμε τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωζώνη, και το κοινό μας νόμισμα, το Ευρώ. Γι’ αυτό απαιτείται ο εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τα κατάλληλα μέσα αποτελεσματικής άσκησης της εν γένει πολιτικής της.
Πέραν τούτων, οφείλουμε ν’ αναλογισθούμε τις άκρως αρνητικές επιπτώσεις, σε βάρος του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές μιας ανώφελης αλλά και αδιέξοδης αυστηρής λιτότητας. Η προτεραιότητα αυτή αποκτά σήμερα τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο είναι γνωστό ότι οι περιπέτειες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και οι κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή αφήνουν πεδίο δράσης σε αδίστακτα μορφώματα λαϊκισμού, που υπονομεύουν απροκάλυπτα την ίδια την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ επιβουλεύονται ευθέως αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα. Πρέπει να δράσουμε αμέσως, πριν είναι αργά.
Τέλος, επιτρέψατέ μου να υπενθυμίσω, για πολλοστή φορά αλλά νομίζω απολύτως δικαιολογημένα, ότι η Ελλάδα, συνεπές μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, αντιμετωπίζει και τα Εθνικά της Θέματα αποκλειστικώς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Ειδικότερα:
Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Ως προς την ΠΓΔΜ, και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.
Και πάλι σας καλωσορίζω στην Αθήνα. Και είμαι βέβαιος ότι η επίσκεψή σας αυτή θ’ αποβεί όχι μόνον επιτυχής αλλά, κυριολεκτικώς, καθοριστική τόσο για τις διμερείς μας σχέσεις όσο και για την περαιτέρω συμπόρευσή μας στο πεδίο της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]