Η επιλογή αυτή στοχεύει στην υπονόμευση της επόμενης κυβέρνησης, με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων να μην αποκλείουν μέχρι και την ανάγκη η Ελλάδα να αναγκαστεί να ξαναμπεί σε πρόγραμμα, μετά το 2022.
Με την ανοχή των δανειστών που έχουν επιλέξει να τελειώνουν με την Ελλάδα, στάση που ενισχύθηκε από την ιταλική κρίση, η κυβέρνηση προχωρά σε μια άκρως πολιτικάντικη και επικίνδυνη για την οικονομία επιλογή.
Πρώτον, εξυπηρετεί τους δανειστές, επιλέγοντας το σενάριο των ήπιων παρεμβάσεων στο χρέος και, δεύτερον, εξυπηρετεί το δικό της πολιτικό σχεδιασμό για μη έξοδο στις αγορές, που θα λειτουργούσε ως μεγεθυντικός φακός στα προβλήματα του μετέωρου οικοδομήματος που έχουν φτιάξει, καθώς αρνούνται σκοπίμως να δώσουν πνοή στον ιδιωτικό τομέα.
«Φουσκώνοντας» με νέα φορολογικά έσοδα το αποθεματικό των σχεδόν 20 δισ. ευρώ, όπως ρητά αναφέρεται στο μεσοπρόθεσμο που κατατέθηκε στη Βουλή και με τη βοήθεια των δανειστών που επιλέγουν να σπρώξουν στο μέλλον τις αποπληρωμές των επόμενων, λίγων ετών κατ’ αρχάς συμφώνησε να μείνει μακριά από τις ανάγκες του δανεισμού, άρα και μακριά από τις αγορές.
Γνωρίζοντας τι σημαίνει για μια οικονομία να μένει εκτός προγράμματος αλλά και εκτός αγορών, η κυβέρνηση στρουθοκαμηλίζει, καθώς ακόμα και αν το Δημόσιο μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την ανάγκη να δανειστεί για να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του -το δάνειο του ΔΝΤ σχεδιάζεται να το αγοράσει ο ESM- ο ιδιωτικός τομέας θα μαραζώσει ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να στηριχτεί για να κάνει δυναμικό restart, καθώς τα επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν απαγορευτικά.
Παράλληλα, διατηρώντας το τρίπτυχο οικονομική αβεβαιότητα, υψηλή φορολογία και καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, που είναι απαγορευτικό για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων στη χώρα, εγχώριων αλλά κυρίως ξένων, η κυβέρνηση δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν ενδιαφέρεται για τον ιδιωτικό τομέα. Δεν ενδιαφέρεται για την προσέλκυση επενδύσεων και την απόκτηση βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, που είναι το χαρακτηριστικό των οικονομιών των χωρών που βγήκαν από πρόγραμμα.
Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται για αυταπάτες ή εγκληματικά λάθη, όπως έγινε το 2015, αλλά για συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. προκειμένου η νάρκη της οικονομίας να «σκάσει» στην επόμενη κυβέρνηση.
Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ο σχεδιασμός αυτός δεν γίνεται ερήμην των δανειστών, οι οποίοι και έχουν μεγάλη ευθύνη για όσα πάνε να συμφωνηθούν και να ισχύσουν για την τετραετία 2018-2022. Αφήνουν την κυβέρνηση να πανηγυρίζει για την έξοδο από το πρόγραμμα, έχοντας οι ίδιοι καταρτίσει αρνητικές μελέτες για το τι θα συμβεί στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Γνωρίζουν ότι, αν δεν υπάρξει άμεση, επιτυχής και συνεπής έξοδος στις αγορές αμέσως μετά το πρόγραμμα, τότε το πρόγραμμα κρίνεται από τις αγορές ως αποτυχημένο, καθώς απέτυχε να εκπληρώσει το στόχο του, δηλαδή τη βιώσιμη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές. Και επειδή δεν θέλουν να χρεωθούν αυτήν την αποτυχία, αφήνουν την ελληνική οικονομία σε καθεστώς στασιμότητας.
Η πρόκριση αυτού του σεναρίου, της στασιμότητας της ελληνικής οικονομίας που ούσα εκτός προγράμματος αλλά και αγορών δεν θα παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για επενδύσεις, εξηγεί έως ένα βαθμό και το τι συνέβη τελικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Οσο ο κ. Τσίπρας είχε ελπίδες για γενναία διευθέτηση του χρέους, που θα άνοιγε και την πόρτα στις αγορές με ευνοϊκές συνθήκες, η κυβέρνηση πάλευε για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, προσπαθώντας να αναβάλει τους όρους του Ταμείου για εφαρμογή της ψηφισμένης μείωσης των συντάξεων από 1.1.2019 και του αφορολογήτου από 1.1.2020. Στη συνέχεια, όταν ο κ. Τσίπρας αντιλήφθηκε ότι η σθεναρή στάση των Ευρωπαίων -και κυρίως των Γερμανών- δεν επρόκειτο να επιτρέψει γενναία διευθέτηση χρέους, όπως ζητούσε το ΔΝΤ, η κυβέρνηση άλλαξε στάση.
Αρχισε να προετοιμάζει ως «θετικό νέο» την έξοδο του ΔΝΤ από το πρόγραμμα. Εχοντας συμφωνήσει, δε, στο παρασκήνιο με τους Ευρωπαίους να απαλλαγεί η κυβέρνηση από τις αποπληρωμές των επόμενων ετών, ώστε να μην αναγκαστεί να βγει στις αγορές με δυσμενείς συνθήκες, ξεκίνησε να υποστηρίζει -ενώ παρακαλούσε στο παρασκήνιο για το αντίθετο πριν από λίγο καιρό- ότι χωρίς το ΔΝΤ, ή με το ΔΝΤ σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, θα δημιουργηθεί και «παράθυρο» επαναδιαπραγμάτευσης στο μέλλον για να μην εφαρμοστεί η μείωση των συντάξεων.
Προσοχή σε αυτό το σημείο.
Η μείωση του αφορολογήτου ούτε ήταν ποτέ ούτε είναι στα θέματα που η κυβέρνηση θέλει να επαναδιαπραγματευτεί στο μέλλον. Ο λόγος είναι ότι εκεί έχει στηρίξει την κατακόρυφη αύξηση των φορολογικών εσόδων μετά το 2020 (2019 866 εκατ. ευρώ, 2020 1,3 εκατ. ευρώ, 2021 2,1 δισ. ευρώ, 2022 3,6 δισ. ευρώ) στην οποία στηρίζει αφενός τη συντήρηση των θηριωδών πρωτογενών πλεονασμάτων και αφετέρου τις προεκλογικές πολιτικές προσλήψεων, παροχών και φοροελαφρύνσεων για ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας.
Πολιτικές που ναι μεν θα καταδικάσουν την οικονομία τη στιγμή που για να πραγματοποιήσει δυναμική επανεκκίνηση θα ήθελε ένα ισχυρό σπρώξιμο ανάπτυξης και επενδύσεων, αλλά θα δώσουν το δικαίωμα στον ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσει την προεκλογική του ατζέντα.
Η προληπτική γραμμή
Σύμφωνα με απολύτως έγκυρες πληροφορίες του «Ε.Τ.» της Κυριακής, όλες οι πλευρές των Ευρωπαίων (EKT, ESM αλλά και Κομισιόν και εδώ είναι η έκπληξη) έχουν διαμηνύσει από κοινού στην κυβέρνηση ότι τάσσονται υπέρ της προληπτικής γραμμής στήριξης. Η άρνηση της κυβέρνησης ήταν έντονη και κατηγορηματική, καθώς μία τέτοια επιλογή, ακόμα και αν είναι προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, δεν εξυπηρετεί το πολιτικό αφήγημα της εξόδου από τα Μνημόνια. Λέγεται, μάλιστα, ότι η μεγάλη αντίδραση ήταν αυτή του Μαξίμου και όχι του υπουργείου Οικονομικών.
Οπως και να έχει, η υπόθεση αυτή δείχνει να έχει τελειώσει. Στην άρνηση της κυβέρνησης, οι δανειστές δεν επανήλθαν. Μιλούν, ωστόσο, ξεκάθαρα υπέρ της προληπτικής γραμμής στήριξης για την Ελλάδα προς τους συνομιλητές τους, αλλά σημειώνουν ότι, αφού η κυβέρνηση είναι κάθετα αντίθετη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, «δεν μπορούν να την υποχρεώσουν».
Την ίδια στιγμή όμως έχει τελειώσει και το αφήγημα της χειραφέτησης της ελληνικής οικονομίας, καθώς ουδείς μπορεί να μιλά για καθαρή έξοδο με:
Άρχισαν τα όργανα στο ΠΑΣΟΚ - Βέλη Ανδρουλάκη σε Γερουλάνο, Κατρίνη για τις δηλώσεις περί συνεργασιών
Αύξηση φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο από σήμερα έως το 2022 με στόχο και μόνο την ενίσχυση του αποθεματικού (cash buffer), που θα επιτρέψει στο Δημόσιο να φυτοζωεί για 3-4 χρόνια.
Πρωτογενή πλεονάσματα 3,56% το 2018, 3,96% το 2019, 4,15% το 2020, 4,53% το 2022 και 5,19% (!) το 2022, όταν o ΣΥΡΙΖΑ έως και το 2016 έλεγε ότι χρειάζονται μικρά πρωτογενή πλεονάσματα γιατί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα φέρνουν λιτότητα και είναι κατά της ανάπτυξης.
Μείωση προβλέψεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης που σήμερα είναι στο 2,3% (α’ τρίμηνο 2018) αλλά για το 2019 και τα επόμενα χρόνια προβλέπεται πτώση.
Τρίμηνους ελέγχους και όρους που θα συνδέονται με ό,τι αποφασιστεί ως ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Επιτόκια 10ετούς ομολόγου στο 4,5% (με το αντίστοιχο νούμερο αναγκαστήκαμε να μπούμε σε πρόγραμμα το 2010, όταν η Πορτογαλία σήμερα έχει 1,5%).
Capital controls να συνεχίζονται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]