Μετά τις διαπραγματευτικές ήττες στην οικονομία, η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου γνωρίζει πλέον και διαπραγματευτικές ήττες στην εξωτερική πολιτική και η προσπάθεια αλλαγής ατζέντας και ενίσχυσης του ηγετικού προφίλ του πρωθυπουργού μέσω των διεθνών επαφών δεν προχωρά.
Οι διαβεβαιώσεις περί επίσκεψης με αίσιο αποτέλεσμα που θα αναβάθμιζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι και άψογης συνεργασίας της τουρκικής πλευράς κατά την προετοιμασία, όπως διέρρεαν η κυβέρνηση αλλά και η Προεδρία της Δημοκρατίας πριν από την επίσκεψη Ερντογάν, αποδείχθηκαν εντελώς αβάσιμες.
Το ερώτημα ποιος πήρε την ευθύνη να καλέσει τον Τούρκο πρόεδρο στην Αθήνα αυτή τη χρονική στιγμή, γιατί και με ποιο στόχο δεν έχει ακόμα απαντηθεί από την κυβέρνηση που έχει το ουσιαστικό βάρος της ευθύνης για την αρνητική τροπή της επίσκεψης Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι η επίσκεψη «στράβωσε» μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο.
Στο βαρύ κλίμα που είχαν προκαλέσει οι συνεχείς αποκαλύψεις εναντίον του υπουργού Εθνικής Αμυνας για την πώληση στρατιωτικού υλικού στη Σαουδική Αραβία -η οποία, παρεμπιπτόντως, ακυρώνεται με πρόσχημα τη γνωμοδοτική και όχι δεσμευτική απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής προκειμένου να καλυφθούν οι ευθύνες που υπάρχουν-, οι δίκαιες διαμαρτυρίες των ανθρώπων της Μάνδρας που αρκετές ημέρες μετά την καταστροφή της πόλης τους και των περιουσιών τους βίωναν την αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού, οι πλειστηριασμοί κ.λπ., έρχεται να προστεθεί μία πολιτική και επικοινωνιακή τραγωδία που βαραίνει -αυτή τη φορά- τον ευαίσθητο τομέα της εξωτερικής πολιτικής και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Επί της ουσίας, στέφθηκε με πλήρη αποτυχία άλλη μία διαπραγμάτευση αυτής της κυβέρνησης και δεν καλύπτεται με τη γνωστή τακτική της στρεψοδικίας και της διαρκούς προσπάθειας να εμφανίσει το μαύρο ως άσπρο. Γι’ αυτό και επικρατεί μεγάλη ένταση στο τρίγωνο Προεδρία Δημοκρατίας – υπουργείο Εξωτερικών – Μαξίμου, με βέλη από και προς όλες τις κατευθύνσεις για την απόδοση ευθυνών.
Επί της ουσίας, δεν χρειαζόταν το σόου απανωτών προκλήσεων Ερντογάν στο Προεδρικό Μέγαρο και αργότερα στο Μέγαρο Μαξίμου και την Κομοτηνή για να μπει ο Τούρκος πρόεδρος στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου. Ο Ερντογάν κάνει πολιτική καριέρα και ανεβάζει τα ποσοστά δημοφιλίας στη χώρα του, παίζοντας τον αντισυστημικό και βάλλοντας φραστικά κατά των μεγάλων συστημικών δυνάμεων. Το ίδιο έκανε με απόλυτη συνείδηση αλλά και με την ανοχή και την έκπληξη της Αθήνας και τώρα, για να τον παρακολουθήσει η κοινή γνώμη της Τουρκίας να τάσσεται για άλλη μία φορά κόντρα στους ισχυρούς συστημικούς αντιπάλους του ή να «τα χώνει» στον παραδοσιακό εχθρό του, την Ελλάδα.
Εκείνος ήξερε τι έκανε, το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι τι ζητούσε η ελληνική κυβέρνηση από αυτή την επίσκεψη. Φυσικά, κανείς δεν πείστηκε από τις διαρροές που έλεγαν ότι «ο Τσίπρας έβαλε στη θέση του τον Ερντογάν» όταν οι γνώστες των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής παρακολούθησαν τον πρωθυπουργό να νομιμοποιεί τη συζήτηση για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, να αντιδρά αμήχανα στην επίθεση Ερτογάν κατά της ελληνικής δικαιοσύνης και να αφήνει αναπάντητη την πρόκληση του Τούρκου προέδρου να αποδίδει την αποκλειστική ευθύνη για την αποτυχία των συνομιλιών για το Κυπριακό στη Γενεύη στην ελληνοκυπριακή πλευρά.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Το πλέον σημαντικό είναι ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βγαίνουν από την ύφεση των τελευταίων ετών και μπαίνουν σε ένα νέο κεφάλαιο, όπου ο κ. Ερντογάν με επιθετικό τρόπο αναβάθμισε όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις, που τόσα χρόνια έμεναν πίσω από τις κλειστές πόρτες, σε αντικείμενο του επίσημου διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτή την εξέλιξη δεν δείχνει να την έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς η ελληνική πλευρά, εκτός αν η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου πηγαίνει σε λύση-πακέτο των ελληνοτουρκικών διαφορών, ακολουθώντας το γνωστό «package solution», δηλαδή την πάγια θέση της τουρκικής διπλωματίας, που ποτέ δεν δεχόταν η ελληνική πλευρά.
Ενδεικτικά, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον κυπριακό σταθμό Alpha, σημείωσε ότι: «Η επίσκεψη αυτή θα παίξει σημαντικό ρόλο στο άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Νομίζω ότι ο πρωταρχικός στόχος, δηλαδή να συζητηθούν όλα τα ζητήματα ανοικτά και με ειλικρίνεια και να αρχίσουν να επιλύονται σιγά σιγά τα σημεία εκείνα στα οποία υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες, έχει επιτευχθεί».
Το ερώτημα είναι αν γνωρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ότι η ελληνική διπλωματία δεν δέχεται τα θέματα που θέτει η τουρκική πλευρά ως θέματα προς διευθέτηση ή αν η ελληνική διπλωματία έχει διολισθήσει σε αποδοχή της «λύσης-πακέτου», όπως πάντα επεδίωκε η Αγκυρα.
Σημειώνεται ότι ήταν η δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια του πρωθυπουργού να ενισχύσει το προφίλ του στο επικίνδυνο τερέν της εξωτερικής πολιτικής, με διεθνείς επαφές μεγάλης εμβέλειας. Λίγους μήνες πριν, είχε γυρίσει από τις ΗΠΑ, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αποκαλύπτει σε ζωντανή σύνδεση κατά τις κοινές δηλώσεις των δύο ηγετών ότι η Ελλάδα θα πληρώσει 2,4 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση των F-16 και τον κ. Τσίπρα να σημειώνει ότι «ο κ. Τραμπ έχει έναν διαβολικό τρόπο, αλλά λειτουργεί πάντα για το γενικό καλό…».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής