Το Βrexit οδηγεί σε μια πρωτοφανή πολιτική κρίση την Ευρώπη, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί με την απαραίτητη ψυχραιμία και τις κατάλληλες κινήσεις, τότε τα χειρότερα είναι μπροστά μας, που μπορεί να μας οδηγήσουν ακόμη και στην κατάρρευση της Ε.Ε.
Η κρίση που προκαλεί το βρετανικό δημοψήφισμα πέρα από τις πολιτικές, θα έχει και μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις για την Ευρώπη, οι οποίες θα είναι σοβαρότερες για τις χώρες που θεωρούνται «αδύναμοι κρίκοι», όπως η Ελλάδα.
Σε σχέση με τη χώρα μας, μπορεί να υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στον τομέα του τουρισμού με δεδομένη τη μεγάλη υποχώρηση της στερλίνας έναντι του ευρώ, που αυξάνει το κόστος των διακοπών για τους Βρετανούς στις χώρες του ενιαίου νομίσματος.
Αρνητικές θα είναι οι επιπτώσεις και για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας από την άποψη του επενδυτικού κλίματος. Η χώρα μας εξαρτάται από τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια, προκειμένου να ανακάμψει η οικονομία, ωστόσο σε περιόδους κρίσεων οι επενδυτές προτιμούν να περιμένουν μέχρι να βελτιωθεί η ορατότητα.
Αναφορικά με την επόμενη μέρα, το απρόσμενο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αιφνιδίασε τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά και τους θεσμούς στις Βρυξέλλες, με δεδομένο ότι οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών έδειχναν παραμονή. Συνεπώς δεν είχαν προηγηθεί συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο για αυτό το Βrexit.
Το καθοριστικό ραντεβού για την επόμενη μέρα είναι η Σύνοδος Κορυφής, την Τρίτη και Τετάρτη (28-29 Ιουνίου) στις Βρυξέλλες, όπου οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να συντονίσουν τις ενέργειές τους. Χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει, οι αγορές απεχθάνονται την αβεβαιότητα και ο κίνδυνος να βρεθούμε πάλι μπροστά σε μια νέα κρίση κρατικών ομολόγων θα είναι μεγάλος εάν δεν δρομολογηθεί η επίλυση του προβλήματος.
Ως πρώτη αντίδραση κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων και ηγετών μπορεί να καταγραφεί μια προσπάθεια ενότητας. Ωστόσο, άλλο οι δηλώσεις και άλλο οι συγκεκριμένες πράξεις, γιατί δυστυχώς σήμερα τα συμφέροντα των χωρών δεν είναι ταυτόσημα σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος.
Πολλά θα εξαρτηθούν το επόμενο διάστημα από το πώς θα λειτουργήσει ο γαλλογερμανικός άξονας, ο οποίος πάντα ηγείται και τραβάει το βαγόνι. Προφανώς θα επιχειρηθεί κάτι ανάλογο και τώρα, ωστόσο σήμερα τόσο η Ανγκελα Μέρκελ όσο και ο Φρανσουά Ολάντ αμφισβητούνται έντονα στο εσωτερικό των χωρών τους, για διαφορετικούς λόγους. Είναι πολιτικά αποδυναμωμένοι, κάτι που θα δυσκολέψει τις κινήσεις τους.
Προς το παρόν, ο κ. Ολάντ προειδοποιεί ότι η Iστορία μάς χτυπά την πόρτα και πως αυτό που διακυβεύεται είναι η διάλυση της Ευρώπης ή η επαναβεβαίωση του λόγου ύπαρξής της με το τίμημα ριζικών αλλαγών, ενώ η κ. Μέρκελ λέει ότι όλα θα εξαρτηθούν από το αν οι «27» έχουν τη βούληση και τη δυνατότητα να πάρουν από κοινού αποφάσεις.
Το βέβαιο είναι πως ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον θα πιεστεί στη Σύνοδο Κορυφής από τους Ευρωπαίους να ζητήσει την ενεργοποίηση του άρθρου 50, που καθορίζει τη διαδικασία αποχώρησης μιας χώρας από την Ε.Ε.
Μέσα σε αυτή τη διαπραγμάτευση θα πρέπει να επιλυθούν πολύ σημαντικά ζητήματα. Για παράδειγμα οι Βρετανοί, εάν θέλουν να επωφελούνται στο μέλλον από την ενιαία αγορά και να κυκλοφορούν χωρίς δασμούς και διατυπώσεις τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους στην κοινοτική επικράτεια, θα πρέπει να καταβάλλουν το οικονομικό αντίτιμο στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως κάνουν και άλλες τρίτες χώρες, όπως η Νορβηγία και η Ελβετία.
Αλλο σημαντικότατο στοιχείο των διαπραγματεύσεων είναι το κατά πόσο πλέον το Σίτι του Λονδίνου θα μπορούσε να παραμείνει με τη σημερινή του μορφή, ως το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο στην Ευρώπη. Το βέβαιο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών θα αποχωρήσει από το Λονδίνο.
Nίκος Μπέλλος, Βρυξέλλες
Διαβάστε αναλυτικά στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής που κυκλοφορεί