Κατά την εκτίμηση των επιστημόνων, οι θάνατοι στο σύνολο της Ευρώπης από ακραία ζέστη υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να τριπλασιαστούν το 2100, φθάνοντας τους 129.000 ετησίως από 44.000 που είναι σήμερα. Ωστόσο τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και μέρος της Γαλλίας, όπου οι νεκροί από τους συχνούς και παρατεταμένους καύσωνες θα είναι αναλογικά πολύ περισσότεροι.
Το πόρισμα της μελέτης, στην οποία συμμετείχε το Ενιαίο Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βασίζεται στο καταστροφικό (αλλά αρκετά ρεαλιστικό) σενάριο να έχει ανέβει τα επόμενα 75 χρόνια η μέση ετήσια θερμοκρασία της Γης κατά 3 ή 4 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή (1850 και πίσω). Κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι θα θέσει «προκλήσεις άνευ προηγουμένου» στα δημόσια συστήματα υγείας κατά την περίοδο των κυμάτων καύσωνα.
«Πολύ περισσότεροι θάνατοι από ζέστη αναμένεται να συμβούν, καθώς το κλίμα θερμαίνεται και οι πληθυσμοί της Ευρώπης γηράσκουν», σημείωσε ο Δαβίδ Γκαρθία Λεόν του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Κέντρου, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης στο «Lancet».
Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές μοντελοποίησαν δεδομένα από 854 ευρωπαϊκές πόλεις, για να υπολογίσουν τους μελλοντικούς θανάτους τόσο από την υπερβολική ζέστη όσο και από υπερβολικό κρύο στην ήπειρό μας. Ανακάλυψαν ότι οι θάνατοι από ζέστη θα αυξηθούν σε όλη την Ευρώπη, αλλά το τίμημα θα είναι ιδιαίτερα βαρύ για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου.
Το δυσάρεστο είναι ότι οι θάνατοι από κρύο δεν θα ελαττωθούν σημαντικά σε ποσοστό λόγω της μεγάλης αύξησης της θερμοκρασίας. Αντιθέτως, αναμένεται να αυξηθούν κι αυτοί σε απόλυτους αριθμούς, φθάνοντας τους 450.000 ετησίως στην Ευρώπη το 2100, έναντι 407.000 το 2023.
Η ρύπανση του αέρα με μικροσωματίδια σκότωσε 239.000 ανθρώπους στην ΕΕ το 2022
Προβάλλοντας έναν δημιουργικό αντίλογο, ο ομογενής Γκάρι Κωνσταντινούδης, επιδημιολόγος του Κέντρου Περιβάλλοντος και Υγείας MRC, που δεν συμμετείχε στην έρευνα, χαρακτήρισε το περιεχόμενό της «υψηλής ποιότητας» και «πολύτιμο για την εξαγωγή συμπερασμάτων». Επισήμανε, ωστόσο, ότι η πρόγνωση θανάτων με αίτιο τη ζέστη είναι περίπλοκη διαδικασία και εμπεριέχει αρκετή αβεβαιότητα. Επικαλέστηκε μάλιστα άλλες έρευνες, που έδειξαν συγκράτηση των θανάτων λόγω της βελτίωσης και της προσαρμογής των συστημάτων υγείας στην Ευρώπη την περίοδο 2000-2019.
Από την άλλη πλευρά, η Μαντλίν Τόμσον, επικεφαλής του υγειονομικού ινστιτούτου Wellcome, δήλωσε ότι η πρόγνωση για τριπλασιασμό των θανάτων στην Ευρώπη λόγω της ζέστης δεν δίνει καν την πλήρη εικόνα. «Υπάρχουν», τόνισε «κι άλλες έρευνες που δείχνουν ότι η ακραία ζέστη ευθύνεται για την αύξηση των αποβολών και την επιδείνωση της διανοητικής υγείας, εκτός από τους άμεσους θανάτους».
Οι επιβαρυντικοί παράγοντες
Οι ακραία υψηλές θερμοκρασίες δεν προκαλούν μόνο τα προφανή, δηλαδή αφυδάτωση, θερμοπληξία και θερμική εξάντληση. Σύμφωνα με άρθρο του καθηγητή Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, κ. Αθανάσιου Τσακρή, «Καθημερινή»), επιβαρύνουν και όσους πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα. Η καρδιά αυξάνει τη συχνότητά της κι αυτή η καταπόνηση ενδέχεται να οδηγήσει σε αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια, ακόμη και καρδιακή προσβολή.
Ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου διπλασιάζεται, ενώ εύκολα διαταράσσεται η λειτουργία των νεφρών και προκαλούνται ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Στους ανθρώπους με άσθμα, ΧΑΠ ή άλλα αναπνευστικά προβλήματα η αναπνοή γίνεται ακόμη πιο δυσχερής γιατί πιέζονται οι πνεύμονες και στενεύουν οι αεραγωγοί. Επιβαρυντικός παράγων είναι το κοκτέιλ ζέστης με κακής ποιότητας αέρα στις μεγάλες πόλεις, που επιδεινώνει την κατάσταση ασθενών με νευρολογικά νοσήματα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Α.Τσακρή η άνοδος των νυχτερινών θερμοκρασιών (ιδιαίτερα αισθητή το φετινό καλοκαίρι) συνδέεται με σημαντική αύξηση του κινδύνου εγκεφαλικών επεισοδίων, με κακή πρόγνωση για την εξέλιξή τους. Τα ηλικιωμένα άτομα είναι πιο επιρρεπή στα παραπάνω, με συνέπεια η απορρύθμιση του οργανισμού τους και η πολυοργανική ανεπάρκεια να επέρχονται ευκολότερα.
Το γεγονός, επίσης, ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους άνδρες στην ακραία ζέστη οφείλεται στο ότι έχουν συνήθως περισσότερο λίπος, που εμποδίζει την εξισορροπητική εφίδρωση. Επίσης οι ορμονικές ιδιαιτερότητες δυσχεραίνουν τη ρύθμιση της σωματικής θερμοκρασίας, ιδίως στις γυναίκες που πάσχουν από άσθμα και θυρεοειδοπάθειες.