Κατά την έρευνα αυτή έγινε μια σύγκριση των ποσοστών των άτεκνων γυναικών μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν στην Ευρώπη από το 1900 ως το 1972. Μια γυναίκα στις τέσσερις μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα δεν έκανε παιδί.
Αντιθέτως για τις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1970, η αναλογία αυτών που έμειναν άτεκνες είναι περίπου μια στις επτά (14%), σύμφωνα με το γαλλικό Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών νεαρών ανδρών που ήταν σε ηλικία γάμου, και η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, που ανάγκασε αυτούς που ζούσαν σε πιο φτωχές χώρες να μεταναστεύσουν σε πιο πλούσιες, αποτελούν τη βασική αιτία αυτής της “μαζικής καθυστέρησης της μητρότητας” που διαπιστώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα.
Χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, τα ποσοστά της ατεκνίας μειώθηκαν πολύ στη συνέχεια, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ύπνος: Τέλος στην αϋπνία με... στρατιωτικό κόλπο - Σταματήστε να μετράτε προβατάκια μέχρι το πρωί
Ως το 1975 είχαμε μια έκρηξη της τεκνοποίησης: οι γυναίκες αποκτούσαν κατά μέσον όρο 2,1 παιδιά και από αυτές που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1940 μόνον μια στις δέκα κατά μέσον όρο έμεινε άτεκνη.
Ωστόσο η τεκνοποίηση δεν σταμάτησε έκτοτε να μειώνεται, υπογραμμίζει το ινστιτούτο, φτάνοντας σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη: κατά μέσον όρο 1,7 παιδιά για τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1974.
“Η αποτελεσματική αντισύλληψη, η τεκνοποίηση σε μεγαλύτερη ηλικία, η μεγαλύτερη αστάθεια στους δεσμούς, η επιθυμία για μια δουλειά πάνω από όλα καθώς αντιμετωπίζεται μια όλο και μεγαλύτερη έλλειψη σταθερότητας και η αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια” μπορεί να ευνοούν αυτήν τη μείωση της τεκνοποίησης, υπογραμμίζεται από τους ερευνητές.
Οι ταχύτεροι ρυθμοί σε αυτή την αύξηση του ποσοστού των άτεκνων γυναικών εντοπίζεται στις χώρες της νότιας Ευρώπης, καθώς έως και μια γυναίκα στις τέσσερις από αυτές που έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του 1970 στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία μπορεί να μείνει άτεκνη.
Στις χώρες αυτές, που αντιμετωπίζουν “δυσκολίες στην αγορά εργασίας” και “αξιοσημείωτες ανισότητες μεταξύ των φύλων οι οποίες καθιστούν δύσκολο το συμβιβασμό δουλειάς και οικογένειας”, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο, φτάνοντας το υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή αυτό που ήταν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προβλέπει το ινστιτούτο.