Αύριο το Εurogroup θα μπορούσε να αποφασίσει, στην καλύτερη περίπτωση, την επιστροφή των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα, προκειμένου να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση σε τεχνικό επίπεδο. Αυτό, όμως, θα γίνει μόνο εφόσον μέχρι αύριο η κυβέρνηση τους διαβεβαιώσει ότι δέχεται να νομοθετήσει προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα που θα διασφαλίζουν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Εάν δεν αποδεχθεί τα μέτρα, οι θεσμοί δεν επιστρέφουν στην Αθήνα και όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε την Πέμπτη στις Βρυξέλλες ανώτερος αξιωματούχος της ευρωζώνης, γνώστης της διαπραγμάτευσης: «Η αναμονή, δηλαδή ο χρόνος, μπορεί να κάνει το κόκκινο κρασί καλύτερο, αλλά όχι την αξιολόγηση, όπου το τελικό αποτέλεσμα θα είναι χειρότερο».
Είναι πλέον σαφές ότι ο χρόνος που χάθηκε και χάνεται δεν λειτούργησε προς όφελος της χώρας και το χειρότερο για την κυβέρνηση δεν λειτούργησε ούτε υπέρ της. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, αφού όλες οι επιδιώξεις της σε σχέση με την οικονομία έρχονται πίσω. Και το χειρότερο, θα φέρει πολύ μεγαλύτερο «λογαριασμό» στους πολίτες απ’ ό,τι αν προχωρούσε σε συμφωνία πριν από το τέλος του 2016.
Είναι λογικό, οι εταίροι και δανειστές, όπως οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Γερμανίας, να γίνονται σκληρότεροι όσο πλησιάζουν οι εκλογές στις χώρες τους, όπου ακραία κόμματα καιροφυλακτούν περιμένοντας να επωφεληθούν από το ελληνικό ζήτημα.
Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα, με τον Φεβρουάριο να ακυρώνεται, θεωρητικά υπάρχει ένας μήνας μέχρι το Εurogroup του Μαρτίου και, εφόσον οριστεί αύριο ημερομηνία επιστροφής, θα μπορούσε να κλείσει η αξιολόγηση σε τεχνικό επίπεδο. Ωστόσο, στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι θα είναι οριακό, γιατί θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη συμφωνία η βιωσιμότητα του χρέους και ο ρόλος του ΔΝΤ. Εάν χαθεί και ο Μάρτιος, η επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης είναι στις 7 Απριλίου.
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης παρασύρει χρονικά και την ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο προβλέπει παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας στη δευτερογενή αγορά ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Για να γίνει η ένταξη στο πρόγραμμα θα πρέπει το ελληνικό χρέος να είναι βιώσιμο ή να υπάρχουν εγγυήσεις των Ευρωπαίων εταίρων πως θα το καταστήσουν βιώσιμο. Δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί θα πρέπει να κλείσει πρώτα η δεύτερη αξιολόγηση. Η προσεχής συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 9 Μαρτίου χάνεται για τους παραπάνω λόγους, η αμέσως επόμενη είναι στις 27 Απριλίου. Συνεπώς, το αφήγημα της κυβέρνησης για έγκαιρη ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα, στην καλύτερη περίπτωση πάει κάποιους μήνες πίσω, με τον κίνδυνο, λόγω μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, να καταργήσει προς το φθινόπωρο το πρόγραμμα η ΕΚΤ και να μην προλάβουμε να μπούμε ποτέ.
Aπό την άλλη και παρά τις φήμες και τις δηλώσεις διάφορων Ευρωπαίων ότι το ΔΝΤ θα αποχωρήσει και οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν μόνοι τους, το ενδεχόμενο αυτό αποκλείεται εντελώς στις Βρυξέλλες. Χωρίς το ΔΝΤ στο πρόγραμμα η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει, είπε την Τρίτη, ενώπιον του Κοινοβουλίου της χώρας του, της Ολλανδίας, ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Περισσότερο σαφής δεν θα μπορούσε να είναι, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι Γερμανοί. Συνεπώς, η συμφωνία περνάει μέσα από την εξεύρεση κοινού τόπου με το ΔΝΤ και τις απαιτήσεις του.
Αναφορικά με την «ταμπακέρα», δηλαδή το περιεχόμενο της συμφωνίας, εάν αύριο η κυβέρνηση αποδεχθεί την αρχή της νομοθέτησης προληπτικών μέτρων, οι εκπρόσωποι των δανειστών έρχονται στην Αθήνα και μπαίνουν σε αριθμούς. Εναν πρώτο «λογαριασμό» έδειξαν οι αξιωματούχοι των θεσμών στον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, στην τελευταία συνάντηση που είχαν μαζί του στις 10 Φεβρουαρίου, στις Βρυξέλλες. Ζητούσαν τότε τη λήψη μέτρων 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ σε δύο ισόποσες δόσεις, μία 1,8 δισ. ευρώ τώρα και μία μετά το 2018.
Μετά τις χειμερινές προβλέψεις για την οικονομία που δημοσιοποίησε η Κομισιόν την περασμένη Δευτέρα, μπορεί το παραπάνω ποσό να μειωθεί με υποχώρηση των απαιτήσεων του ΔΝΤ. Ωστόσο, στην καλύτερη περίπτωση για μας θα κινηθεί στα 2,5-3,0 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα θυσιάσει το αφορολόγητο αποδεχόμενη τη μείωσή του μετά το 2018 εάν δεν επιτυγχάνονται ετήσια πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σε ειδικό «κόφτη» αναμένεται να μπει και το συνταξιοδοτικό (κατάργηση προσωπικής διαφοράς). Με δεδομένο ότι πρακτικά θεωρείται αδύνατο να επιτυγχάνει η Ελλάδα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για σειρά ετών, η ενεργοποίηση των προληπτικών μέτρων είναι αναπόφευκτη.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η συμφωνία περνάει μέσα από επώδυνες για τους πολίτες υποχωρήσεις και αναζητεί ένα περιτύλιγμα, ώστε να υπάρξει κάποιας μορφής αντιστάθμιση για τα ιδιαίτερα ευάλωτα νοικοκυριά από τη μείωση του αφορολογήτου. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών θα πληρώσει τα «σπασμένα», για τα οποία φυσικά και δεν ευθύνεται.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ