Παρουσιάζοντας την «Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική» στα μέλη της επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής υπογράμμισε κατά την έναρξη της τοποθέτησής του ότι «Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ ολοκλήρωσης της αξιολόγησης τώρα ή αργότερα. Αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες. Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά». Κάλεσε δε τόσο την κυβέρνηση όσο και τους πιστωτές «να κάνουν ένα βήμα πίσω. Δεν νοείται, μετά τις τόσες προσπάθειες, τις θυσίες και την ήδη επιτευχθείσα προσαρμογή, αποτυχία».
Ο κεντρικός τραπεζίτης εξήγησε ότι «Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον, ο χρήσιμος χρόνος που απομένει είναι πολύ μικρός. Υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, να είχε ολοκληρωθεί πέρυσι το Φεβρουάριο». Πρόσθεσε δε ότι ενδεχόμενη καθυστέρηση «πέραν του τρέχοντος μηνός» θα έχει τις εξής συνέπειες:
– Θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας
– Θα καταστήσει δυσχερέστερη την επίτευξη συμφωνίας
– Θα υποσκάψει την προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας.
– Θα καταστήσει ενδεχομένως αναγκαία τη λήψη νέων μέτρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων με αποτέλεσμα να μειώσει περαιτέρω το ρυθμό ανάπτυξης.
Handelsblatt: Πώς η Ελλάδα αποπληρώνει τα δάνεια βοήθειας νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα
– Ένα τέτοιο αρνητικό σπιράλ θα μπορούσε να επαναφέρει την οικονομία σε ύφεση και στην επανάληψη των αρνητικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015.
«Στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται αρκετά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων, πέραν της αβεβαιότητας που σχετίζεται με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης» ανέφερε σε άλλο σημείο για να προσθέσει «Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια στην πράξη που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων».
Επίσης, προειδοποίησε πως «λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος οικονομικής πολιτικής».
Ο κ. Στουρνάρας ενημέρωσε ότι η διάχυτη αβεβαιότητα λόγω της καθυστέρησης στο κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης επανέφερε την εκροή τραπεζικών καταθέσεων τις πρώτες εβδομάδες του 2017.
Συγκεκριμένα, είπε για το 2016 πως «Καταγράφηκαν ανακαταθέσεις τραπεζογραμματίων στις τράπεζες αξιόλογου ύψους και σε ορισμένες περιπτώσεις επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Είναι απολύτως αναγκαίο η τάση αυτή να διατηρηθεί, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν αποτυπώνεται στα στοιχεία των πρώτων εβδομάδων του 2017. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της αβεβαιότητας που συνδέεται με την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Αποτελεί ευθύνη όλων μας να εργασθούμε για την ταχεία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης στην ευρύτερη καταθετική βάση ώστε να είναι εφικτή η άρση του συνόλου των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν τη σημασία διαμόρφωσης θετικού κλίματος στην οικονομία, καθώς η παράταση της αβεβαιότητας και η ενδεχόμενη υστέρηση στους κύριους μακροοικονομικούς δείκτες μπορούν να πλήξουν τα μεγέθη των τραπεζών και ιδιαίτερα τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ενόψει των Stress Tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2018».
Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων» καθώς όπως είπε «Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων των εγχώριων τραπεζών σε ατομική βάση σταθεροποιήθηκε στο 45,2% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2016. Ιδιαιτέρως υψηλά είναι τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ των χρηματοδοτήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες και μάλιστα στους επιμέρους κλάδους της εστίασης, της κλωστοϋφαντουργίας, της βιομηχανίας χάρτου και ξύλου, όπως και στους κλάδους των κατασκευών και του εμπορίου». Σε άλλο σημείο δε ανέφερε ότι: «Όπως προκύπτει από την πρώτη Έκθεση για τους επιχειρησιακούς στόχους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που πρόσφατα δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος, οι συστημικές τράπεζες δεσμεύθηκαν για μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 38% (ή περίπου 40 δισ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019. Η μείωση αυτή αναμένεται να επιτευχθεί κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων και επιλεκτικών διαγραφών δανείων».