«Η έγκριση αυτών των μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας, ενώ επιπλέον τα νέα μέτρα εκτιμάται ότι έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο πάνω από 1% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη», επισημαίνει το Συμβούλιο.
Παράλληλα, σημειώνει ότι τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, εγείροντας ανησυχίες ως προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 2019, θα πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση που θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020. Παρότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Αυτό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το φθινόπωρο, ως αποτέλεσμα των εν λόγω νεοεγκριθέντων μέτρων.
Συγκεκριμένα: (1) να επιτύχει βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας στις 22 Ιουνίου 2018 και (2) να επικεντρώσει την επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της εφοδιαστικής, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης.
Οι συστάσεις αυτές, οι οποίες περιέχονται σε έγγραφο της 2 Ιουλίου 2019, με αποστολέα την Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και αποδέκτη την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων / Συμβούλιο (COREPER), περιέχει την τελική αποτύπωση των θέσεων του Συμβουλίου σχετικά με τις συστάσεις και γνώμες σχετικά με τις οικονομικές, εργασιακές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών για το 2019. Η έκδοση των συστάσεων αποτελεί το τελικό στάδιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» του 2019, δηλαδή της ετήσιας διαδικασίας συντονισμού της οικονομικής πολιτικής. Στις 20 Ιουνίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διεξήγαγε συζήτηση σχετικά με τις συστάσεις ανά χώρα. Οι πτυχές που αφορούσαν την εργασιακή πολιτική εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών στις 8 Ιουλίου. Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο συνεπάγεται την ταυτόχρονη παρακολούθηση ετησίως των οικονομικών, εργασιακών και δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών κατά τη διάρκεια ενός εξαμήνου. Για πρώτη φορά και μετά την έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018, οι ΣΑΧ του 2019 απευθύνονται και στα 28 κράτη μέλη.
Το έγγραφο τυπικά αναφέρει ότι “ως κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ και λαμβανομένης υπόψη της στενής διασύνδεσης των οικονομιών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή της σύστασης του 2019 για τη ζώνη του ευρώ, όπως αντικατοπτρίζεται στις κατωτέρω συστάσεις 1 και 2. ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις και εστιάζονται στην οικονομική πολιτική επενδύσεων στους συγκεκριμένους τομείς θα συμβάλουν στην υλοποίηση της σύστασης για τη ζώνη του ευρώ”.
Υπενθυμίζεται ότι στις 27 Φεβρουαρίου 2019 μετά από ανάλυσή της, η Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι ανισορροπίες που εντοπίστηκαν αφορούσαν ιδίως το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας. “Επιπλέον, οι μεγάλες θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους θα απαιτήσουν πολυετή συνεχή εφαρμογή για να καταστούν πλήρως αισθητά τα οφέλη τους”, αναφέρεται.