Με τις πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. η ελληνική οικονομία χάνει για άλλη μια χρονιά το στόχο που είχε θέσει για το ρυθμό ανάπτυξης, όπως και το 2017 όπου έναντι στόχου για ανάπτυξη 1,9% του ΑΕΠ ο χρόνος έκλεισε με ρυθμό ανάπτυξης 1,4% του ΑΕΠ, αλλά και το 2016, όταν από ανάπτυξη 1,1% του ΑΕΠ που προβλεπόταν, ο χρόνος έκλεισε με ανάπτυξη 0,2% του ΑΕΠ.
Στην αστοχία για το 2018 ρόλο έπαιξε και η αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου, όπου προβλέπει πλέον ανάπτυξη 1,5% του ΑΕΠ αντί 1,7% του ΑΕΠ πριν από δύο μήνες και οριακά του καλού τρίτου τριμήνου από 2,2% του ΑΕΠ πριν από δύο μήνες στο 2,1% του ΑΕΠ τώρα. Το καθοριστικό όμως ήταν το τέταρτο τρίμηνο του χρόνου, στο οποίο καταγράφεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6% έναντι αύξησης 2,2% το ίδιο τρίμηνο του 2017 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2016. Πιο καθαρά φαίνεται η επιβράδυνση στην τριμηνιαία σύγκριση στην οποία το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν το τέταρτο τρίμηνο είχε για πρώτη φορά μετά από εννέα τρίμηνα μείωση κατά 0,1% σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του χρόνου.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., η μείωση από τρίμηνο σε τρίμηνο οφείλεται στη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων και θα ήταν μεγαλύτερη αν δεν είχαμε αύξηση των εισαγωγών.
Συγκεκριμένα, στη σύγκριση από τρίμηνο σε τρίμηνο:
● Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018, η οποία με τη σειρά της διαμορφώθηκε από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 1,1% λόγω και του κοινωνικού μερίσματος, η οποία υπεραντισταθμίστηκε από τη μείωση κατά 1,4% της κατανάλωσης της Γενικής Κυβέρνησης λόγω μεταχρονολόγησης πληρωμών σε ιδιώτες.
●Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 3,6% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2018 ως αποτέλεσμα και της περικοπής του ΠΔΕ κατά 350 εκατ. ευρώ.
● Αντίθετα, αύξηση κατά 1,8% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 1,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1,7%.
●Ταυτόχρονα, μείωση κατά 7,8% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 8,4%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2,4%.
Στην ετήσια σύγκριση για το τέταρτο τρίμηνο του 2018, η αύξηση κατά 1,6% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2017 διαμορφώθηκε κυρίως από την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και των εξαγωγών,
●Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 0,3% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2017.
● Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 27,2% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2017.
● Αύξηση κατά 10,6% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2017 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 8,2%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 12,8%.
● Αύξηση κατά 2,0% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2017 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 0,2% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 13,1%.
Φθινοπωρινές προβλέψεις Κομισιόν: Η Ελλάδα σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης - Οι κίνδυνοι που παραμονεύουν
«Θα πάρει χρόνια η επάνοδος της ευημερίας»
«Μπορεί να βλέπουμε βελτίωση σε μεγέθη, αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα πηγαίνει καλά. Θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο η ευημερία, το συνολικό εισόδημα που παράγει αυτή η χώρα», τόνισε παρουσιάζοντας στη Βουλή την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής ο επικεφαλής του Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Πρόσθεσε επίσης ότι η Ελλάδα έχει «βαριές κληρονομιές», που είναι ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, ένα τεράστιο στοκ μη εξυπηρετούμενων δανείων, ένα τεράστιο στοκ ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο και, το σημαντικότερο, ένα μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα.
Τοποθετούμενος στα βασικά σημεία της έκθεσής του, τόνισε ότι είναι ανάγκη η ταχεία εκπλήρωση των δεσμεύσεων της χώρας και η εκταμίευση των ποσών από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
«Μία ενδεχόμενη αστοχία στην έγκριση εκταμίευσης των ποσών αυτών αφενός θα στερήσει το Δημόσιο από ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, αφετέρου θα στείλει ένα πολύ κακό μήνυμα για την πορεία της οικονομίας στις αγορές», είπε ο κ. Κουτεντάκης για να προσθέσει: «Εξάλλου, κάποια από τα προαπαιτούμενα είναι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του ελληνικού κράτους, όπως, για παράδειγμα, οι προσλήψεις στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ή οι επιλογές των γενικών γραμματέων μέσω ΑΣΕΠ».
Χαρακτήρισε ως δημοσιονομικό κίνδυνο της δικαστικές αποφάσεις για αναδρομικά σε μισθούς και συντάξεις: «Θεωρούμε κίνδυνο τις δικαστικές αποφάσεις για καταβολή αναδρομικών. Θεωρούμε πως είναι επικίνδυνα όχι από μόνα τους τα Δώρα, όχι μόνο γιατί μπορούν να αποσταθεροποιήσουν τον Προϋπολογισμό, αλλά και για τη δυναμική που αναπτύσσεται. Δεν αντιλαμβανόμαστε ποιο το είναι το κριτήριο δικαίωσης και μη δικαίωσης σε όσους διεκδικούν αναδρομικά», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά το νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, έδειξε πως δεν είναι απολύτως σύμφωνος με την πρόταση της κυβέρνησης λέγοντας ότι το νέο πλαίσιο θα πρέπει να διαχωρίζει αποτελεσματικά τους στρατηγικούς κακοπληρωτές από τους υπόλοιπους για κοινωνικούς λόγους και παράλληλα δεν θα πρέπει να προκαλέσει κανένα δημοσιονομικό ρίσκο (εγγυήσεις τραπεζών και αναβαλλόμενος φόρος).
Σε ό,τι αφορά στον κατώτερο μισθό, ο κ. Κουτεντάκης τόνισε ότι η αύξηση δεν αφορά εξαγωγικές βιομηχανίες, άρα δεν αναμένει σημαντική επίδραση στο κόστος παραγωγής.
Αμετάβλητες οι ληξιπρόθεσμες του Δημοσίου τον Ιανουάριο
Τέλος, μικρή αύξηση κατά 34 εκατ. ευρώ κατέγραψαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου τον Ιανουάριο, φτάνοντας τα 2,067 δισ. ευρώ έναντι 2,013 δισ. τον Δεκέμβριο.
Οι οφειλές τω φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 42 εκατ. ευρώ στα 1,579 δισ. ευρώ από 1,537 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο, ενώ οι καθυστερούμενοι φόροι μειώθηκαν στα 488 εκατ. ευρώ από 506 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου