Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να επανεξεταστεί αν θα δοθεί τελικά το νέο διευρυμένο στεγαστικό επίδομα με κόστος 650 εκατ. ευρώ, που συμφωνήθηκε στη διαπραγμάτευση της 4ης αξιολόγησης, καθώς δεν έχει δοθεί ακόμη, αλλά και τα υπόλοιπα αντίμετρα, όπως π.χ. η επέκταση του προγράμματος για σχολικά γεύματα, η δημιουργία νέων μονάδων προσχολικής αγωγής και η αύξηση του ΠΔΕ συνολικού κόστους 560 εκατ. ευρώ. Το μόνο που φαίνεται να διασώζεται είναι το νέο οικογενειακό επίδομα, επειδή έχει δοθεί ήδη από το 2017.
Επιπλέον, η αύξηση των επιδομάτων για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά ήταν ένα μέτρο για το οποίο πίεζαν και οι δανειστές. Συνεπώς, η αναστροφή του θα φέρει και κοινωνικές αντιδράσεις αλλά και προβλήματα στις αξιολογήσεις της μεταμνημονιακής περιόδου, κάτι εντελώς ανεπιθύμητο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η μακρά προεκλογική περίοδος στην οποία έχει μπει η χώρα μετά το τέλος του προγράμματος, αλλά και λόγω των παρενεργειών που μπορεί μια τέτοια πρόθεση να έχει στο Eurogroup αφού έχει την οσμή της αλλαγής μέτρων που συμφωνήθηκαν και υλοποιούνται από το τρίτο Μνημόνιο.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και αν κοπούν όλα τα κοινωνικά αντίμετρα του 2019 η αναστροφή του μέτρου των συντάξεων συνεχίζει να παρουσιάζει «δημοσιονομικό κενό» περίπου 1 δισ. ευρώ.
Τούτο διότι στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 η περικοπή των συντάξεων θα έχει δημοσιονομική επίπτωση περίπου 2,9 δισ. ευρώ (2,88 δισ. για την ακρίβεια), ενώ το σύνολο των κοινωνικών παρεμβάσεων που θα δρούσαν ως αντίβαρο στην περικοπή των συντάξεων έχει καθαρή δημοσιονομική επίδραση περίπου 1,9 δισ. ευρώ.
Μέρος κενού αναμένεται να καλυφθεί από το υπερπλεόνασμα του 2019, το οποίο αναμένεται ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τα 886 εκατ. ευρώ που προβλέπονται στο ΜΠΔΣ 2019-2022. Και εδώ όμως υπάρχει πρόβλημα καθώς έχουν ήδη ανακοινωθεί και επεξεργάζονται για τον επόμενο χρόνο μόνιμες φοροαπαλλαγές ύψους 750 εκατ. ευρώ. Η αναστροφή τους τη στιγμή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε από την ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ μειώσεις σε φορολογικούς συντελεστές επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα ήταν ένα ακόμη χτύπημα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης.
Η «μαγική» λύση είναι ένα υπερπλεόνασμα για τον επόμενο χρόνο που θα ξεπερνά κατά πολύ το 1 δισ. ευρώ ώστε να έχει μια βάση η συζήτηση για την αντικατάσταση μέρους της επίπτωσης που θα έχει η περικοπή των συντάξεων. Αν δηλαδή πέρα από τις όποιες φοροαπαλλαγές αποφασιστούν υπάρχει ένα περιθώριο 300-400 εκατ. ευρώ μπορεί και αυτό να δοθεί για να μην περικοπεί η προσωπική διαφορά στις χαμηλές συντάξεις ή στη χειρότερη περίπτωση να γίνουν πολύ μικρές κλιμακωτές περικοπές σε όλες τις συντάξεις.
Βεβαίως, το πρόβλημα σε αυτή την άσκηση είναι ότι επειδή οι αλλαγές που θα γίνουν από τον επόμενο χρόνο θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα, δεν θα φτάνει το υπερπλεόνασμα-«μαμούθ» μιας χρονιάς για να καλύψει το «κενό» που θα δημιουργήσουν οι συντάξεις. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αναθεωρηθούν με αναλυτικές προβλέψεις και τα πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι και το 2022. Από εκεί και πέρα υπάρχει η εκτίμηση ότι πλέον δεν θα υπάρχει λόγος για την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις αφού λόγω της φυσικής ροής του πληθυσμού η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων θα παίρνει τις νέες χαμηλότερες συντάξεις, που δεν θα έχουν πλέον προσωπική διαφορά. Συνεπώς και η δημοσιονομική απόδοση της περικοπής που θα έπρεπε να γίνει θα μειωθεί αισθητά και θα μπορεί να καλυφθεί από την αύξηση του ΑΕΠ .
Με δεδομένο πάντως είναι ότι θέμα της περικοπής των συντάξεων θα ανοίξει κατά τη σύνταξη του τελικού σχεδίου του Προϋπολογισμού όταν θα μπορεί να υποστηριχθεί με περισσότερα στοιχεία ένα υπερπλεόνασμα για το 2019, το οποίο θα υπερβαίνει κατά πολύ τα 868 εκατ. ευρώ που προέβλεπε το ΜΠΔΣ 2019-2022, το οποίο ψηφίστηκε πριν από δύο μήνες, τον περασμένο Ιούνιο.
Τις επόμενες μέρες η προσπάθεια είναι να προετοιμαστούν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών που θα έρθουν στην Αθήνα για να ελέγξουν κυρίως την πορεία του Προϋπολογισμού, ότι το 2019 μπορεί να κλείσει όχι μόνο επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ αλλά εξασφαλίζοντας και ένα υπερπλεόνασμα κοντά στα 900 εκατ. ευρώ που θα δοθεί για άλλη μια χρονιά ως «κοινωνικό μέρισμα» σε ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες.
Σε πρώτη φάση, ο στόχος είναι να υπάρξει μια πρώτη θετική αξιολόγηση για τη μεταμνημονιακή περίοδο, που θεωρείται ότι θα διευκολύνει και την προσπάθεια της Ελλάδας να εμφανιστεί για πρώτη φορά στις αγορές εκτός προγράμματος, όταν βέβαια οι συνθήκες το επιτρέψουν…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]